Η κατάσταση καύλας όπου το παντελόνι του φέροντος τον μπαργαλάτσο φουσκώνει, στἠνει αντίσκηνο. Χρησιμοποιείται προφ και μεταφορικώς. Βλ. και φουσκοδεντριές.

  1. Οι άνδρες, γράφει η "αρθρογράφος", σκέφτονται μια γυναίκα μόνο όταν έχουν καταναλώσει λίτρα αλκοόλ, ή όταν έχουν φουσκοπαντελονιές και δεν υπάρχει κάποιο εύκολο "θύμα" στην διάθεσή τους για να ηρεμήσουν τις ορμές τους. Στην προσπάθειά τους να κερδίσουν το χρυσόμαλλο δέρας που κρύβεται στο βρακάκι της, άλλα γράφουν και άλλα εννοούν στα μηνύματα. (Σεξομηνύματα)

  2. Εδώ: οι περισσοτεροι θα επαθαν φουσκοπαντελονιες με την Ευα. Η εν λόγω πολιτικός

  3. Εδώ: Δλδ άμα βγάλουν δισκάρα τί θα λέτε; Άστε που το βιογραφικό του τραγουδιάρη εμένα μου έφερε φουσκοπαντελονιές. Τι άλλο θέτε;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία