Αστον αυτόν, είναι Ντιντής. Μη δίνεις βάση στο Ντιντή. Βάστα ρε Ντιντή. Αντε ρε μόρτη που θα με πεις εμένα Ντιντή.

Σύμφωνα με έγκυρα άρθρα, τόσο στον έντυπο αλλά και στον ψηφιακό τύπο, σημαίνει χαϊδεμένο και καλομαθημένο παιδί, βουτυρόπαιδο, βουτυρομπεμπές, λελές, χλεχλές, φλούφλης, λούλης, λάκης ή και λαλάκης. Όλα τα παραπάνω αποτελούσαν επώνυμα ή χαρακτηριστικά ή ακόμα και χαϊδευτικά ονόματα που δινόντουσαν σε πρόσωπα τα οποία δεν ήταν σύμφωνα με την χαρακτηριστική μαγκιά της μεταπολεμικής Ελλάδας. Η φτώχια και το αντρικό φιλότιμο της ανεκτίμητης αθηναϊκής και όχι μόνο, χαμηλής ή ακόμα και ανύπαρκτης, ταξικής κατάταξης της φιλόδοξης αυτής κοινωνικής τάξης, Τῷ καιρῷ εκείνω, έδινε θάρρος, δύναμη και θέληση για ζωή και αγώνα σε αυτούς που δεν αποκαλούνταν ως “Ντιντής” στην τοπική κοινωνία. Ο χαρακτηρισμός δηλαδή ενός άνδρα ως Ντιντής, δεν μείωνε τον ανδρισμό ενός ατόμου που του αποδιδόταν, αντίθετα αύξανε την αξία του ατόμου σε μέτρα και σταθμά της τότε μικρό- κοινωνίας εφόσον δεν του αποδιδόταν. Από τα τέλη της δεκαετίας του 80 και μετά, τα στάνταρ των ανδρών άλλαξαν. Τα διάτρητα αμάνικα μπλουζάκια που αγαπήθηκαν στις αριστουργηματικές ταινίες τύπου «Ρόδα, τσάντα και κοπάνα», οι στάμπες OUZO POWER και η παρανοϊκή λατρεία για τους Duran-Duran, άλλαξαν μια για πάντα την ελληνική κοινωνία. Μάγκας, ωραίος δεν ήταν πια ο μη Ντιντής αλλά αυτός που είχε διπλό Sony κασετόφωνο με hits της εποχής. Ο Ντιντής λοιπόν σταμάτησε να υπάρχει ως χαρακτηρισμός ταξικής διαφοροποίησης και μοιραία μετενσαρκώθηκε στον gay της εποχής, εντελώς λανθασμένα και άδικα αφού καταναλώθηκε από την ομοφοβική μανία των σύγχρονων ρατσιστών.
Είναι εξαιρετικά χρήσιμο και αυτονόητα απαιτητό, να αναγεννηθεί ο όρος Ντιντής και να αποκατασταθεί η γνησιότητα και η αυθεντικότητα του χαρακτηρισμού.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε