Στην αγγλική αργκό του ίντερνετ, pwned σημαίνει σκοτώθηκα ή ταπεινώθηκα σε ένα παιχνίδι.
ALL NOOBZ R PWNED (= όλοι οι οι ψάρακες έχασαν)
Στην αγγλική αργκό του ίντερνετ, pwned σημαίνει σκοτώθηκα ή ταπεινώθηκα σε ένα παιχνίδι.
ALL NOOBZ R PWNED (= όλοι οι οι ψάρακες έχασαν)
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
3 σχόλια
Επισκέπτης
vghke epeidh 8elane na grapsoune owned alla patagane to "p" katala8os pou vrisketai dipla sto "o" anti gia to idio to "o"
Επισκέπτης
To p bghke sthn arxh kata lathos alla gia kapoious arxise meta na shmainei "pure". Opote pwnage = pure ownage = kseftiliki
Hank
Συμβαίνει και στα ελληνικά με το «λ» που πατάς αντί για τόνο. Κι έτσι γράφεις «κλανω» αντί για «κάνω». Μού 'χει τύχει ν γράψω «κλανουν έρωτα» και μου λέγαν μετά «Ουάου, και γαμώ τα βίτσια!».