Από το αγαπώ + -ίζω: όταν η αγάπη ανάμεσα σε 2 άτομα είναι πολύ δυνατή.
(Γαλατική έκφραση: βλ. Γαλάτης μόδιστρος, κοπτοραπτού).
- Έχει πήξει η αγάπη τους ε;
- Ναι, αγαπίζονται τρελά!
Από το αγαπώ + -ίζω: όταν η αγάπη ανάμεσα σε 2 άτομα είναι πολύ δυνατή.
(Γαλατική έκφραση: βλ. Γαλάτης μόδιστρος, κοπτοραπτού).
- Έχει πήξει η αγάπη τους ε;
- Ναι, αγαπίζονται τρελά!
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
2 σχόλια
Hank
Σαν ρήμα το «αγαπίζω» σημαίνει κάτι ακόμη πιο ενεργητικό 'κάνω τους άλλους να αγαπηθούν, να συμφιλιωθούν«.
xalikoutis
σημαίνει και απλώς γαμάω... «πχ θέλω να την αγαπίσω πολύ αυτή την Ξένια ρε φίλε....»