στειλιάρι, στυλιάρι
Κατάσταση υπερβολικής μέθης κατά την οποία η αντίδραση σε οπτικοακουστικά ερεθίσματα είναι ανάλογη αυτής του ξύλινου χερουλιού τσάπας ή γκασμά.
Πολύ και αγριοβάρβαρο ξύλο. Συντάσσεται με το τρώω ή / και ρίχνω.
Άσ' τον ρε, δε βλέπεις ότι το παιδί είναι στειλιάρι;
Και εκεί που κάνω παιχνίδι με τη μικρή, πετάγονται 3 και μου ρίχνουν ένα στειλιάρι... 8 έπεφταν 1 μέτραγα.
3 σχόλια
vikar
Βλέπε και λιάρδα.
Επισκέπτης
Εμένα πάντως στο χωριό μου το λένε για κάποιον που είναι τελείως βλάκας. Συνώνυμα: Ζώο, Κριάρι, Όρνιο και άλλα εκλεπτυσμένα...
BuBis
ορισμός 2: και τσόπι στην Σαλλονίκη.