Κυριολεκτικά σημαίνει δεν μπορείς να πατήσεις καλά καλά. Μεταφορικά χρησιμοποιείται όταν κάποιος δεν μπορεί να καταφέρει κάτι. Είναι πάντοτε προσδιορισμός που χρησιμοποιείται προς ένα άλλο πρόσωπο (ποτέ προς τον εαυτό μας).

- Πάλι κόπηκα στο μάθημα, τίποτα δεν έγραψα!
- Έεε απατέμπαε...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
Galadriel

Τοπικός ιδιωματισμός; Απατέμπαε; Σε ποια γλώσσα, αυτή της Τούμπας; (σχωράτε με είμαι άσχετη με ντοπιολαλιές, το χουμε πει σε άλλα λήμματα, και περιπλέον αυτή η λέξη μου θυμίζει ακουστικά το αμπαλαέα).

Ντανονίτο, αν όντως μπαίνεις σε αυτό το σάιτ τόσο καιρό μετά, για πες.