Στα καλιαρντά το κουλάρω σημαίνει αφοδεύω, καθώς προέρχεται από τη λέξη κουλό (= σκατό).

Κουλάρω την ισάντες πρεζάντα. (= χέζω την παρουσία σου, αδιαφορώ για σένα, σε έχω χεσμένο.)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία