[ουσ.] Άτομο με τάσεις ακατάσχετης φλυαρίας, διανθισμένης από υπερβολές και ψεύδη με απώτερο σκοπό τον εντυπωσιασμό. Η πρακτική του μπουρου-μπουρου μαλακίες, απ' όπου αντλεί τον χαρακτηρισμό του ο μπουρουντέλης, αποσκοπεί πρωτίστως στο να ρίξει γκόμενα που κινείται συνήθως στα άκρα του ηλικιακού φάσματος (πιπίνι ή πουρό) και στα ακρότατα του φάσματος νοημοσύνης (βούρλο). Διαφέρει από τον αεριτζή ως προς τον τελικό στόχο και από τον φιδέμπορα ως προς την τεχνική η οποία περιλαμβάνει περίτεχνους συνδυασμούς ακατάσχετης μπουρδολογίας και φιδο-κοπλιμέντων.

Εναλλακτικές εκδοχές: μπουρουτέλης, μπούρου (ο)

  1. - Κοίτα ρε τον άχαρο, σε τι γκόμενα πάει να την πέσει...
    - Αυτός ρε είναι μέγας μπουρουντέλης! Να δεις τελικά που θα την ρίξει στο τέλος.

  2. - Την ειχα στο μπούρου όλο το βράδυ, αλλά τελικά με πιστόλιασε
    - Εμ, φιλαράκι, είπαμε είσαι μπουρουντέλης, αλλά αυτή η χτεσινή ήταν διεθνής αγαμήτου.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία