Συνώνυμο ρήμα του ρήματος στειρώνω, χρησιμοποιούμενο ως επί το πλείστον για τη στείρωση κριαριών και τράγων. Σύνηθες στη νότια Ελλάδα.

Αν ξαναπάρεις το αυτοκίνητο χωρίς να με ρωτήσεις καημένε μου, θα σε μουνουχίσω σαν κριάρι!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
vikar

Απο το μουνούχος, το οποίο με τη σειρά του απο το ευνούχος, σύμφωνα με Τριανταφυλλίδη (αλλάξτε το ελληνικό ερωτηματικό στη διεύθυνση με αγγλικό).

#2
iron

να πάλι το γνωστό ζήτημα. θεωρώ πως δεν είναι σλανγκ, παρόλο που ακούγεται έτσι εξαιτίας του πρώτου συνθετικού.

#3
Ο ΑΛΛΟΣ

Ναι, αλλά από την άλλη, θέτει ένα ενδιαφέρον θέμα. Το μουνί από εδώ ετυμολογείται;

Έχουμε:

α) Ευνή = κρεβάτι.
β) Ευνή + έχω > ευνούχος, τίτλος αξιώματος που (λόγω της ευαίσθητης φύσης του) δινόταν μόνο σε ευνουχισμένους άντρες. Για παράδειγμα ευνούχοι ήσαν οι φύλακες των χαρεμιών.
γ) Ευνούχος συνεκδοχικά = ο κάθε ευνουχισμένος.
δ) Ευνούχος > ευνουχίζω.
ε) Ευνουχίζω > *βνουχίζω > *μνουχίζω > μουνουχίζω (και μουνουχάω).
Έχουμε και στ;
;στ) μουνουχίζω > υποχωρητικά μουνούχος > ξανά υποχωρητικά μουνί;

#4
Hank

To μουνίν είναι ήδη μεσαιωνική λέξη. Δεν νομίζω ότι προέρχεται από το ευνούχος. Ωστόσο, μία από τις πολλές θεωρίες είναι ότι προέρχεται από λέξη **ευνίον*, η οποία όμως δεν μαρτυρείται.
(Το μουνί σέρνει ετυμολόγους).

#5
poniroskylo

Για την ετυμολογία της λέξης μουνί, το ΛΚΝ του Ιδ.Τριανταφυλλίδη δίνει δύο εκδοχές. Η πρώτη είναι από το ευνή:

αρχ. εὐνή `κρεβάτι, κρεβάτι του γάμου΄ ελνστ. υποκορ. *εὐνίον > μσν. *βνίον (αποβ. του αρχικού άτ. φων.) > *μνίον (για την τροπή [vn > mn] σύγκρ. ευνούχος > μουνούχος, ελαύνω > λάμνω) > *μουνίον (ανάπτ. [u] ανάμεσα σε αρχικό [m] και ακόλουθο σύμφ., σύγκρ. *μνούχος > μουνούχος) > μσν. μουνίν

Και η δεύτερη από τη λέξη μνούς:

< αρχ. μνοῦς `μαλακό πούπουλο, χνουδάκι΄ ελνστ. υποκορ. *μνίον > μσν. *μουνίον (όπως στην προηγ. υπόθεση) > μσν. μουνίν

Προσωπικά, προτιμώ τη δεύτερη.

#6
xalikoutis

βουκολικά: βαρβάτος στην ποιμαντικήν - απ' όπου και προέρχεται - δε σημαίνει ο έχων μεγάλην ψωλήν αλλά ο έχων οσηδήποτε ψωλήν, καθώς είναι το αντίθετο του μουνούχος.

#7
vikar

Μ... Για το βαρβάτος είχα βρεί άλλη, και αρκετά συγκεκριμένη προέλευση απο τα λατινικά (την έχω αναφέρει στο -άτος). Εννοείς κάτι που χάνω; (Γιατί τελευταία, οτι χάνω, χάνω.)

#8
Hank

Μπράβο Σκύλε! Με πρόλαβες. Κι εγώ προτιμώ την δεύτερη. Το ευνίον μου φαίνεται φτιαχτό, κουλτουριάρικη ετυμολογία.

#9
Hank

Σημειωτέον ότι (ετυμολογικώς) το ξυρισμένο μουνί είναι σχήμα οξύμωρο!

#10
xalikoutis

@vik: αυτό που ήθελα να πω είναι ότι ενώ βαρβάτος κατέληξε να σημαίνει «προικισμένος», με μεγάλο εργαλείο, πολύ αρρενωπός, οι βοσκοί εννοούν βαρβάτο οποιοδήποτε τράγο ή κριό που δεν του έχουν κόψει τα καλαμπαλίκια ανεξαρτήτως ας πούμε μεγάθους προσόντων... Οι βοσκοί ως γνωστόν τα πολλά αρσενικά ή τα σφάζουν σε μικρή ηλικία (κατσίκια, αρνιά) ή τα μουνουχίζουν, και αφήνουν πολύ λίγα να βαρβατέψουν, για αναπαραγωγή και για ποδηγεσία (μπροσταρότρα(γ)ος, μπροσταρόκριγιος) στο κοπάδι.

#11
Ο ΑΛΛΟΣ

Βαρβάτος (< λατ. barbatus < barba = γένι) σημαίνει, αρχικά, γενειοφόρος. Ο βαρβάτος (όπως το εννοούμε σήμερα) τράγος είναι πράγματι γενειοφόρος, γιατί όταν φτάνει σε ηλικία να μπορεί να ζευγαρώσει, έχει αναπτυχθεί και το γένι του. Δεν ξέρω αν (αλλά η ιστορία της λέξεως με κάνει να υποθέτω ότι ίσως) ο ευνουχισμός εμποδίζει το μεγάλωμα του γενιού. Τα υπόλοιπα, βαρβάτος = όχι μουνουχισμένος, βαρβάτος = προικισμένος, βαρβατίλα = η ερωτική οσμή του αρσενικού, βαρβάτος = όχι μόνο τράγος αλλά οποιοδήποτε αρσενικό, και τέλος βαρβάτος = γερός γενικά (π.χ. βαρβάτο ξύλο, βαρβάτες πενιές και οτιδήποτε άλλο) έρχονται συνεκδοχικ'ά.