Αυτός που είναι πολύ καυλωμένος.

Ώπα ρε τρίκαυλε!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Κοινώς, πάρε τον πούλο.

- Πάρε τον πούλοβιτς και φύγε!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο τύπος της γυναίκας ο οποίος ανάβει τον αντρικό πληθυσμό.

- Πω πω η Λίτσα είναι σκέτη σεξοδιαστροφική πουτσοκαυλώστρα!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

H μικρή όμορφη κοπέλα που τον παίρνει.

- Για δες την Κατερινούλα, πουτανοκαυλίτσα έγινε!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το λέμε όταν κάποιος κάθεται απλωμένος.

- Ρε Τάσο, πλατυποδία στ' αρχίδια έχεις;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η ομοφυλόφιλη γυναίκα, η λεσβία.

- Για κοίτα της πλακομούνες, χαμουρεύονται πάλι!

Από το πλακομούνι.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Aυτός που πανικοβάλλεται πολύ εύκολα.

- Ρε Γιώργη πανικοτρίκωλε!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η περιοχή εκατέρωθεν του αιδοίου ή αλλιώς του μουνιού.

- Για κοίτα τη μουνοπλακέτα της γκομενίτσας...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η μεγάλη συγκέντρωση ωραίων γυναικών.

Τι γίνεται εδώ ρε Τάκη, έχει πέσει μουνοθύελλα!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο ομοφυλόφιλος, κοινώς δια εμάς ο πούστης.

- Τον βλέπεις, όλο κουνιέται ο κωλοβρέχτης.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία