Η γυναίκα συχνότερα, αλλά και ο άντρας, προχωρημένης ηλικίας.
Ανήκει σε κατηγορία λέξεων που σκοπός τους είναι τα καυστικά πειράγματα γύρω από αυτό που δεν έρχεται μόνο του αλλά πάει πακέτο μαζί με άλλα όπως το πέσιμο, το χέσιμο, τα ξεμωράματα, οι γεροντοέρωτες κ.λπ. Χρησιμοποιείται όμως και για άτομα που το πόδι τους απέχει αρκετά μακρύτερα απ' το λάκκο.

Άλλες λέξεις που εξυπηρετούν τον ίδιο σκοπό: Ακρόπολη, Πελοπόννησος.

Η Καπνικαρέα είναι μικρή ιστορική εκκλησία που βρίσκεται στο κέντρο της Αθήνας (Ερμού) και η μνεία της σε θέματα ηλικίας προφανώς οφείλεται στο ότι υπάρχει εκεί από τον 11ο αιώνα.

- Θυμάσαι εκείνους τους σχολικούς γαμοχορούς το 80; Μωρ' τι ζωντόβολα που 'μαστε τότε!
- Κρύβε λόγια μωρή, θα μας πάρουν χαμπάρι τις καπνικαρέες!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Αποτελεί περιγραφή χρώματος (!) και εντάσσεται σε μία ευρύτερη ομάδα λέξεων που προσπαθούν να προσδιορίζουν ακαθόριστα χρώματα και αποχρώσεις.

Όλα ξεκίνησαν πριν από πολλά χρόνια με τις γυναίκες κυρίως να χρησιμοποιούν κάτι περίεργες λέξεις για να περιγράψουν διάφορα χρώματα και αποχρώσεις, κυρίως ρούχων και υφασμάτων, ενίοτε και άλλων πραγμάτων όπως μαλλιών, ψιμυθίων, αξεσουάρ, κ.λπ. Οι λέξεις αυτές ήταν εντελώς ακατανόητες από την πλειονότητα των αρσενικών που στην καλύτερη περίπτωση ζητούσαν επεξηγήσεις, συνήθως όμως περιορίζονταν σε συγκαταβατικό κούνημα του κεφαλιού. Το ελληνικό λεξιλόγιο εμπλουτίστηκε πάραυτα με λέξεις αμφίβολης προέλευσης που επιπλέον τις χαρακτήριζε η θολούρα ως προς την ουσία του χρώματος που σκόπευαν να περιγράψουν, όπως για παράδειγμα:

Εκρού - καθώς και εκρού του νεκρού (σε μια απέλπιδα προσπάθεια επεξήγησης) -, ιβουάρ, εκάι, πετρόλ, αρζάν, βεραμάν, καφέ-ο-λέ, παστέλ, οφ-μπλακ, λιλά, άσπρο του πάγου, αλλά και λουλακί, κροκί, κοραλί, ουρανί, κ.λπ. Καθώς το πράγμα ξεσάλωνε περαιτέρω, επιστρατεύτηκε το φυτικό βασίλειο (σαπιομηλί, λαχανί, φυστικί, ροδί, κανελί, λαδί, κυπαρισσί, καροτί, ροδακινί, κ.λπ) αλλά και το ζωϊκό (ποντικί, ελεφαντί, τιγρέ, λεο-παρδαλέ, καναρινί, κορακί, κ.λπ).

Μέχρι εδώ, οι λέξεις αυτές δεν συνιστούν αργκό παρά την εισβολή τους στην καθομιλουμένη. Το θέμα που μας αφορά όμως εδώ είναι η εξέλιξη αυτής της παλέτας που συν τω χρόνω πήρε τη μορφή καζούρας. Πολλοί ήταν αυτοί που, ορμώμενοι από αυτές τις περίεργες περιγραφές χρωμάτων, άρχισαν να τις περιπαίζουν και να αυτοσχεδιάζουν με αποτέλεσμα την επέκταση σε ακόμη πιο σουρεάλ αποχρώσεις.

Στην αρχή έκαναν αθώα την εμφάνισή τους πιο χειροπιαστά χρώματα όπως το σκατί, το κουραδί, το τσιρλί, το κατρουλί, το μυξί, για να προστεθούν σύντομα πιο αφηρημένα «χρώματα» όπως το κλανί, το πορδί, το καμπινεδί (το οποίο απαντάται ως προσδιορισμός, π.χ. ροζ καμπινεδί), το κομοδινί κ.ο.κ., καθώς και το κλασικό πλέον σιμπιζάκι (από το γνωστό ανέκδοτο).

Έτσι πλέον μιλάμε για μία γκάμα λέξεων που χρησιμοποιούμε πια στην καθομιλουμένη και μπορεί να χαρακτηριστεί αργκό, όταν θέλουμε να περιγελάσουμε πρόσωπα, αντικείμενα και καταστάσεις που χαρακτηρίζονται από περίεργες έως ανέφικτες πλην όμως γελοίες «χρωματικές αποχρώσεις». Το «κλανί» αποτελεί αντιπροσωπευτικό παράδειγμα της εν λόγω συλλογής.

1
- Χρυσή μου, πού να στα λέω... εχτές έπεσα πάνω στην Σούλα που έβγαινε από το κομμωτήριο και κόντεψα να παραπατήσω! καλέ τι φανταχτερό κομοδινί έβαψε το μαλλί της!
- Α ναι, την είδα κι εγώ το πρωί στη στάση, καλέ αυτό δεν είναι κομοδινί, προς το πορδί φέρνει για την ακρίβεια!

2
- Κόψε σαραβαλάκι ο παππούς, πώς κυκλοφορεί ρε τούτο ακόμη!
- Κορόλα του '60 φίλε, η πρώτη που κυκλοφόρησε! και από χρώμα δεν μπορείς να πεις ε; σκίζει το τσιρλί!
- Τι τσιρλί ρε, κλανί δε λες καλύτερα;!

Οινοπνευματί Χριστουγεννιάτικη μπάλα. Η συγκεκριμένη απόχρωση απαντάται και στο μαλλί κυριών μιας κάποιας ηλικίας. (από allivegp, 17/09/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Παλιά φράση που εμπνεύστηκε από τη μαγκιά, την αντρίλα και το ζοριλίκι που απέπνεε στους κινηματογραφικούς του ρόλους ο γνωστός έλληνας ηθοποιός. Οι χαρακτήρες που ενσάρκωνε είχαν κοινό παρονομαστή την «σκληράδα» που δεν του επέτρεπε να κωλώνει πουθενά και μπροστά σε τίποτα - σε κακούς, καλούς, άντρες, γυναίκες, με ιδιαίτερη σπεσιαλιτέ τα τσαμπουκαλέματα πάσης φύσεως.

Ο Γιώργος Φούντας απόδωσε αυτούς τους χαρακτήρες με τόσο ζήλο που η υποκριτική του τέχνη παραστρατούσε συχνά-πυκνά προς τη γραφικότητα και την υπερβολή. Σε κάθε περίπτωση όμως άφησε εποχή με την έντονη παρουσία του στον ελληνικό (και διεθνή κάποιες φορές) κινηματογράφο των δεκαετιών του '50 και του '60.

Αυτή η γραφικότητα και η υπερβολή αποτυπώθηκαν σε αυτήν την φράση που λεγόταν/λέγεται όταν κάποιος είναι στα πρόθυρα λήψης ρίσκου, λίγο πριν προβεί σε απονενοημένο διάβημα που (εκ πρώτης τουλάχιστον) φαίνεται καταδικασμένο. Λέγεται από κάποιον είτε αυτοσαρκαστικά ή με κομπασμό για το μέγεθος των αρχιδιών του (αναλόγως των αποθεμάτων χιούμορ που διαθέτει).

1
- Ρε φίλε αυτό το Μαράκι το γουστάρω τρελά, λέω στα σοβαρά να της πω να πάμε για κανά ποτάκι...
- Πού πα ρε Καραμήτρο; Το Μαράκι είναι γκόμενα χλιδάτη, με τα φράγκα του μπαμπάκα της, να τρέχει στα Παρίσια κάθε τρεις και δύο, είναι γι' άλλα κόλπα το κορίτσι... εσύ με τις τρεις κι εξήντα θα την βγάζεις στα παγκάκια για πασατέμπο; Φιρί φιρί πας να την φας τη χυλόπιτα...
- Γάμησέ μας ρε Αλέκο… σε είδαμε κι εσένα, όλο μη αυτή και μη εκείνη, στο τέλος όλο με τη χείρα με τα πέντε ορφανά τη βγάζεις! Εγώ θα της μιλήσω κι ας φάω και χυλόπιτα στο φινάλε! ε μα πια, σιγά μην κωλώνει ο Φούντας!
- Ε καλά ρε μεγάλε, δεν είπαμε και τίποτα, πάω πάσο… αφού γουστάρεις, έμπαινε!

2
Διάλογος μεταξύ ταβλαδόρων πάνω σε κρίσιμη στιγμή στο πλακωτό:
- Καλά ρε μαλάκα, είσαι με τα καλά σου; την παραμάνα σου αφήνεις;!
- Γιατί ρε; κωλώνει ο Φούντας;

Κωλώνουν ο Βούδας, ο Φούντας, το πεζικό στην κατηφόρα;...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Κατορθώνει το ακατόρθωτο.
Υπερβολική έκφραση που χρησιμοποιείται για να δώσει έμφαση στην εξαιρετική επιδεξιότητα που έχει κάποιος - συνήθως πρόκειται για πολύ έξυπνο, έμπειρο και καπάτσο άνθρωπο.

Παρόμοιες εκφράσεις:
Πιάνει πουλιά στον αέρα
Καλιγώνει (πεταλώνει) τον ψύλλο
Είναι γάτα με πέταλα

- Τον έκοψες πώς τύλιξε τον πελάτη σε μία κόλλα χαρτί; για πότε τον έβαλε να υπογράψει την συνφωνία ούτε ο ίδιος το κατάλαβε...
- Ναι ρε, ο Βαγγέλας είναι γριά πουτάνα...
- Και με όρους, όχι μαλακίες φίλε μου! ένα μύριο ατάκα κι επιτόπου για εξοπλισμό που ήδη είχε στο μαγαζί του! ρε, αυτός είναι ικανός να πουλήσει πάγο σ' εσκιμώο!
- Εμ καλά λέω γω ότι αυτός σκίζει την τρίχα στα δύο!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η γυναίκα που φοράει πάνω της τόσα μπιχλιμπίδια, λιλιά, στρας, λαμέ και ό,τι άλλο απαστράπτον και τσίπικο αξεσουάρ κατεβάσει το χαμηλό γούστο της, που προκαλεί ανήκεστο βλάβη στα μάτια όποιου άτυχου την αντικρύσει.

Συγγενής εξ αίματος του καρκατσουλιού, της καρακαλτάκας, του τσόκαρου και λοιπών φορτωμένων αχθοφόρων μπιζουκλερί.

- Πω ρε πούστη μου, την Άρτα και τα Γιάννενα έβαλε πάλι πάνω της αυτή η Πίτσα...
- Γάμησέ τα, λατέρνα κανονική η γκόμενα!

Μια ορίτζιναλ λατέρνα. Ευνόητο γιατί η υπερβολικά στολισμένη γυναίκα χαρακτηρίζεται λατέρνα. (από poniroskylo, 26/09/08)Από το \'Λατέρνα, Φτώχεια και Φιλότιμο\' (1955) με την Καρέζη νεότατη και κούκλα (από poniroskylo, 26/09/08)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Έκφραση που προέρχεται από ολ-τάιμ-κλάσικ ανέκδοτο, τόσο πετυχημένη ώστε η ευρεία διάδοση και χρήση της με την πάροδο του χρόνου να την μετατρέψει σε γνωμικό που χρησιμοποιείται εδώ και πολλά χρόνια πια ανεξάρτητα του αρχικού ανεκδότου.

Σαν γνωμικό πλέον έχει πάρει καυστική χροιά και λέγεται σκωπτικά και με μπόλικη δόση κακεντρέχειας, κοροϊδεύοντας στην ουσία τον άλλον που βρίσκεται σε κατάσταση αδυναμίας είτε να γαμήσει κυριολεκτικά ή να πράξει κάτι που επιθυμεί με τον τσαμπουκά του, σε στυλ «αφού ρε loser δεν είσαι άξιος να... (γαμήσεις ή ό,τι άλλο), άντε τράβα για απόσυρση».

Θυμίζει στο υφάκι το πιο φρέσκο αλλά εξίσου απαξιωτικό «get a life».

το ανέκδοτο περ σε:

Πάει κάποιος σε ένα πολυκατάστημα να ζητήσει δουλειά σαν πωλητής, βρίσκει το διευθυντή, του λέει ότι θέλει δουλειά και εκείνος του απαντάει πώς είναι φουλ και ότι δεν χρειάζεται πωλητή.

Ο τύπος επιμένει, ο διευθυντής του επαναλαμβάνει το ίδιο και ετοιμάζεται να τον διώξει, οπότε ο τύπος απελπισμένος του λέει πως θα δουλέψει χωρίς μισθό για ένα μήνα και αν δεν του κάνει τότε να τον διώξει.

Συμφωνεί ο διευθυντής και ο τύπος πιάνει δουλειά.

Μετά από 15 μέρες οι πωλήσεις του πάνε στα ύψη, ο διευθυντής παθαίνει πλάκα και αποφασίζει να τον παρακολουθήσει για να δει πως τα καταφέρνει και πουλάει τις κάλτσες του σε κάθε πελάτη που αναλαμβάνει να εξυπηρετήσει.

Τον βλέπει λοιπόν εκείνη τη στιγμή να κουβεντιάζει με ένα πελάτη και στήνοντας αυτί γίνεται μάρτυρας του παρακάτω διαλόγου:

πωλητής: - Για το ψάρεμα χρειάζεστε πετονιά, καλάμι, αγκίστρι και δόλωμα.
πελάτης: - Οκ, θα τα πάρω.
πωλητής: - Ναι, αλλά τα μεγάλα ψάρια όμως είναι βαθιά όποτε πρέπει να πάρετε μια βάρκα με μια δυνατή μηχανή και όλο τον εξοπλισμό της.
πελάτης: - Να την πάρω κι αυτή.
πωλητής: - Για να μεταφέρετε όμως τη βάρκα πρέπει να πάρετε και ένα τρέιλερ και φυσικά και ένα τζιπ για να πηγαίνετε όπου σας αρέσει.
πελάτης: - Θα τα πάρω κι αυτά και βάλτε και ό,τι άλλο χρειάζομαι.
Κλείνει την παραγγελία και φεύγει ο πελάτης.

Ο διευθυντής πλησιάζει τον πωλητή σαστισμένος και του λέει:
- Καλά βρε συ, δεν πιάνεσαι με τίποτα, πώς τα κατάφερες ρε θηρίο να σου 'ρθει ο άλλος για μια πετονιά και να φύγει με χίλια είδη; - Δεν ήρθε για πετονιά κύριε διευθυντά, σερβιέτες ήρθε να πάρει για τη γυναίκα του και του είπα «δε γαμείς που δε γαμείς, δεν πας για ψάρεμα;»

πηγή: Ελληνική Λίστα Ανεκδότων

(από salina, 01/11/12)ντοτ κόμ... (από MXΣ, 07/11/12)(από Khan, 21/01/14)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Περιπαιχτικά και υποτιμητικά ο ξανθός άντρας ή η ξανθή γυναίκα.

Τόσο η ξανθόψειρα όσο και ο συνώνυμός της, ξανθομπάμπουρας, δείχνει μία αμφιλεγόμενη και αγνώστου αιτίας τάση να συνδυάζουμε ως λαός τους ξανθούς με διάφορα έντομα.

Μαρία: Τι παιδί κι αυτός ο Γιάννης, θεογκόμενος!
Καίτη: Άσε μας ρε φιλενάδα με τον ξανθόψειρα!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο τρυφερός εραστής όπως λέγεται στα καλιαρντά, τα (ή καλιαρντή). Αυτός που ως εραστής είναι αγαπησιάρης και πολύ συναισθηματικός. Ενδείκνυται δε να κάνει τακτικά εξετάσεις αίματος προκειμένου να ελέγχει τα επίπεδα σακχάρου καθώς η μεγάλη κατάναλωση σιροπιού τον ανάγει σε ομάδα υψηλού κινδύνου για εκδήλωση διαβήτη.

Ο Ηλίας Πετρόπουλος, στο βιβλίο «Καλιαρντά», λέει για την λέξη:

Βγαίνει από το πιπίλας και γαμούλης (<γαμώ), όπου ο «πιπίλας» είναι ο αγαπητός, ο προσφιλής (από τα «πιπίλα», «πιπιλίζω» και έχει συνώνυμα τα πιπιλάκης και πιλίπης από αναγραμματισμό).

Συνώνυμα του πιπιλογαμούλη:
γατουλογαμούλης, πιλίπης-γατάκης και πιπιλογατούλης.

- Τι κάνατε ρε χθες το βράδυ; βγήκατε τελικά με τους νιόγαμους;
- Άσ' τα..
- Γιατί ρε, δεν περάσατε καλά; τι έγινε;
- Άσ' τα σου λέω... ρε συ τι πιπιλογαμούληδες είναι τούτοι; όλο το βράδυ κουβέντα δεν γύρισαν να μας πουν, μες το μπαλαμούτι και τις γλύκες ήταν, δεν είχαν μάτια παρά μόνο ο ένας για τον άλλον, άσε που κόντεψαν να τα βγάλουν και μπροστά μας... κολλήσαμε από τα σορόπια πια!
- Άντε από 'δω ρε μπαγλαμά, μη δεις ερωτευμένο άνθρωπο, αμέσως να ξινίσεις... να 'τανε η ζήλια ψώρα...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Χρησιμοποιείται και για να χαρακτηρίσει κάτι που έχει πολύ έντονη γεύση, συνήθως πολύ καυτερή ή πολύ όξινη.
Απαντάται συχνότερα σαν χαρακτηρισμός του πολύ δυνατού ξιδιού, ίσως γιατί με την πολύ όξινη γεύση του σε κάνει να το βάζεις στα πόδια. Ακούγεται όμως και στην περίπτωση άλλων πολύ δυνατών εδεσμάτων.

Πωπω, ρε συ, αυτή η σκορδαλιά είναι πολύ δυνατή, μιλάμε μου πέταξε τα μάτια έξω! Δραπέτης είναι σου λέω!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Αυτός που ζει απ' τον ιδρώτα του πούτσου του, χρησιμοποιεί δηλαδή το όργανό του για βιοποριστικούς σκοπούς. Απόδοση στα ελληνικά της λέξης «ζιγκολό».

Χ: Άλα της και τσίλικο χλιδάτο κάμπριο το τεκνό...
Ψ: Ποιος, αυτός ρε; Α;υτός είναι επαγγελματίας, τα μασάει από ματσωμένες υπεραιωνόβιες!
Χ: Έτσι εξηγείται, ψωλοδίαιτος ο τύπος, είπα κι εγώ...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία