Η γυναίκα συχνότερα, αλλά και ο άντρας, προχωρημένης ηλικίας.
Ανήκει σε κατηγορία λέξεων που σκοπός τους είναι τα καυστικά πειράγματα γύρω από αυτό που δεν έρχεται μόνο του αλλά πάει πακέτο μαζί με άλλα όπως το πέσιμο, το χέσιμο, τα ξεμωράματα, οι γεροντοέρωτες κ.λπ. Χρησιμοποιείται όμως και για άτομα που το πόδι τους απέχει αρκετά μακρύτερα απ' το λάκκο.

Άλλες λέξεις που εξυπηρετούν τον ίδιο σκοπό: Ακρόπολη, Πελοπόννησος.

Η Καπνικαρέα είναι μικρή ιστορική εκκλησία που βρίσκεται στο κέντρο της Αθήνας (Ερμού) και η μνεία της σε θέματα ηλικίας προφανώς οφείλεται στο ότι υπάρχει εκεί από τον 11ο αιώνα.

- Θυμάσαι εκείνους τους σχολικούς γαμοχορούς το 80; Μωρ' τι ζωντόβολα που 'μαστε τότε!
- Κρύβε λόγια μωρή, θα μας πάρουν χαμπάρι τις καπνικαρέες!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Οι ...κοιλιακές διαταρραχές. Είναι αυτό που λέμε διακριτικά «μ' έπιασε η κοιλιά μου», ενώ στην πραγματικότητα δεν προλαβαίνω να χεζοκλάνω ηχηρώς, ασυστόλως και κατά συρροήν. Αλλιώς ευκοίλια ή η κατάστασις κατά την οποία κατουρώ απ' τον κώλο, πάντα με τα ανάλογα ηχητικά εφέ.

- Ρε συ, αυτό το γάλα έληξε χθες, τι λες; Θα πάθω τίποτα άμα το πιω;
- Άσ' το ρε μαλάκα μην σε πιάσει καμιά πορδόλυσσα!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Παράφραση του υποκοριστικού «ευαισθητούτσικο».

Την λέξη δημιούργησε ο Σταμάτης Φασουλής στην απόδοση του θεατρικού έργου Εξ Επαφής (Closer) που είχε ανεβάσει πριν από μερικά χρόνια.

Όπως λεγόταν και στο έργο:

«μου είσαι κι ευαισθητοπούτσικο»

(από Khan, 16/02/14)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο τρυφερός εραστής όπως λέγεται στα καλιαρντά, τα (ή καλιαρντή). Αυτός που ως εραστής είναι αγαπησιάρης και πολύ συναισθηματικός. Ενδείκνυται δε να κάνει τακτικά εξετάσεις αίματος προκειμένου να ελέγχει τα επίπεδα σακχάρου καθώς η μεγάλη κατάναλωση σιροπιού τον ανάγει σε ομάδα υψηλού κινδύνου για εκδήλωση διαβήτη.

Ο Ηλίας Πετρόπουλος, στο βιβλίο «Καλιαρντά», λέει για την λέξη:

Βγαίνει από το πιπίλας και γαμούλης (<γαμώ), όπου ο «πιπίλας» είναι ο αγαπητός, ο προσφιλής (από τα «πιπίλα», «πιπιλίζω» και έχει συνώνυμα τα πιπιλάκης και πιλίπης από αναγραμματισμό).

Συνώνυμα του πιπιλογαμούλη:
γατουλογαμούλης, πιλίπης-γατάκης και πιπιλογατούλης.

- Τι κάνατε ρε χθες το βράδυ; βγήκατε τελικά με τους νιόγαμους;
- Άσ' τα..
- Γιατί ρε, δεν περάσατε καλά; τι έγινε;
- Άσ' τα σου λέω... ρε συ τι πιπιλογαμούληδες είναι τούτοι; όλο το βράδυ κουβέντα δεν γύρισαν να μας πουν, μες το μπαλαμούτι και τις γλύκες ήταν, δεν είχαν μάτια παρά μόνο ο ένας για τον άλλον, άσε που κόντεψαν να τα βγάλουν και μπροστά μας... κολλήσαμε από τα σορόπια πια!
- Άντε από 'δω ρε μπαγλαμά, μη δεις ερωτευμένο άνθρωπο, αμέσως να ξινίσεις... να 'τανε η ζήλια ψώρα...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία