Ο στριμμένος, ιδιότροπος και μάλλον κακοπροαίρετος άνθρωπος.

Συνώνυμα: στραβόξυλο.

Συναφείς έννοιες: στριμμάδα, η ιδιότητα του να είναι κανείς στριμμάδι.

Αυτός ο Κώστας ό,τι και να του πω στραβό του φαίνεται, είναι μεγάλο στριμμάδι.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Μεγάλη ιδιοτροπία, συνήθως κακοπροαίρετη. Βλέπε στριμμάδι.

Αμάν χριστιανέ μου, όλα σου φταίνε! Η στριμμάδα θα σε φάει!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία