Εναλλακτικό του «πουστράκι». Χρησιμοποιήται για εφήβους κυρίως, ή για άτομα που μικροδείχνουν.
Ε το πουστόμωρο, ακόμα δεν πήγε λύκειο και μας το παίζει και μάγκας.
Εναλλακτικό του «πουστράκι». Χρησιμοποιήται για εφήβους κυρίως, ή για άτομα που μικροδείχνουν.
Ε το πουστόμωρο, ακόμα δεν πήγε λύκειο και μας το παίζει και μάγκας.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Χαρακτηρισμός για γυναίκα η οποία έχει συνευρεθεί σεξουαλικά με πολύ μεγάλο αριθμό αντρών. Συνώνυμο με το την έχουν πάρει και οι πέτρες. Η προέλευση του συγκεκριμένου χαρακτηρισμού είναι από το γνωστό αναλογικό κοντέρ που χρησιμοποιείται στα αυτοκίνητα και τα λοιπά τροχοφόρα για την μέτρηση των χιλιομέτρων που έχουν διανύσει και το οποίο όταν συμπληρώσει πολλά χιλιόμετρα γυρίζει ή αλλιώς μηδενίζει.
Καλός μαλάκας ο Σούλης. Πού την βρήκε ρε συ αυτή και την παντρεύτηκε; Μου είπε ένα φιλαράκι ότι έχει γυρίσει το κοντέρ, την έχουν πάρει όλοι στην Πάτρα.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Η σεξουαλική συνεύρεση μίας γυναίκας με δύο άντρες ταυτόχρονα, τρίο, και ειδικότερα όταν η γυναίκα είναι στη μέση. Αλλιώς λέγεται και σάντουιτς.
- Τι έμαθα ρε, παίχτηκε τρίο με σένα την Μαρία και τον Κώστα;
- Ναι της ρίξαμε ένα διπλοκάμπανο της γαμιόλας. Αχόρταγη είναι η πουτάνα, μας ξεθέωσε 2 άτομα.
Bλ. και σχετικά λήμματα -παραλλαγές στο ίδιο θέμα- σούβλα, σάντομουνιτς, τρέφεται μόνο με σάντουιτς, πάρτυ με ούζα, παρτούζα, πύργος του Άιφελ και χιώτικο, το
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Έχει το ίδιο νόημα με το δουλειά δεν είχε ο διάολος, έδερνε / γαμούσε τα παιδιά του. Χρησιμοποιείται για κάποιον ο οποίος δεν έχει τίποτα σημαντικό να ασχοληθεί και κάνει μαλακίες. Με τον όρο καλαμπαλίκια εννοούνται οι όρχεις.
- Ρε συ το έχεις κάψει τελείως. Είναι δυνατόν να είσαι 22 χρονών παιδί και να φτιάχνεις παζλ;
- Γιατί ρε, είναι ωραία ασχολία.
- Καλά, δουλειά δεν είχε ο διάολος και ζύγιζε τα καλαμπαλίκια του.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Σύντμηση του μαλάκας για την χρήση του ως φιλική προσφώνηση, ή για να αποσπάσει την προσοχή, έτσι ώστε να ξεκινήσει μία συζήτηση. Χρησιμοποιείται επίσης ως επιφώνημα θαυμασμού ή και έκπληξης.
- Ε μαλά, τι ώρα είναι;
- Μαλά, τι έκανε ρε το παλληκάρι;
- Μαλά, έχασες χθες που δεν ήρθες, περάσαμε γαμάτα.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Έκφραση που δηλώνει ότι όταν έχει λεφτά δεν δίνεις λογαριασμό για τίποτα και σε κανέναν με το τι θα κάνεις με αυτά. Η Κυρά είναι προφανώς κάποια στην οποία κανονικά οφείλεις σεβασμό κτλ αφού δουλεύεις σ' αυτή, αλλά έχοντας λεφτά μπορείς να κάνεις ό,τι θέλεις, ακόμα και να τη γαμήσεις, χωρίς να σε απασχολούν οι συνέπειες. Ίσως πάλι το σκεπτικό είναι ότι, έχοντας λεφτά, η Κυρά σου θα σου κάτσει, ενώ αν δεν είχες δεν θα υπήρχε τέτοια περίπτωση.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Σπίτι ή διαμέρισμα όπου μένουν ή συγκενρώνονται πολλά γκομενάκια. Ο παράδεισος κάθε απελπισμένης μπακουροπαρέας.
- Μάγκες βρήκα μία φωλιά, όλοι θα τσιμπήσουμε κανένα κοψίδι. Γνώρισα ένα γκομενάκι που έχει άλλες 3 φίλες.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Συμβαίνει όταν ανεβαίνεις ανηφόρα με πολύ μεγάλη κλίση.
-Άσε έχω μπλέξει με ένα γκομενάκι τελευταία και μένει Πολύγωνο. Πήγαμε μια μέρα σπίτι της με τα πόδια, να δείς κάτι κωλοανηφόρες, να σου φτάνει η φτέρνα στον κώλο. Δεν είχα κουράγιο να σπρώξω μετά. Την άλλη φορά θα πάρω ταξί.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Χαρακτηριστική έκφραση καπνιστή ο οποίος προσπαθεί να το κόψει αλλά δεν την παλεύει να μην κάνει ένα τσιγαράκι με τον καφέ.
- Ρε Μητσάρα, τι ανάβεις τσιγάρο; Χθες δεν είπες ότι το έκοψες;
- Άσε ρε Κώτσο, αφού ξέρεις, ο ρουφιάνος του τσιγάρου είναι ο καφές. Δεν μπορώ να μην κάνω ένα.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!