Ο καραβανάς, απάλευτος καρμίρης μονιμάς που έχει τις δυο σαρδέλες στην παραλλαγή του από τον καιρό που οι ΕΣΣΟ ήταν σε αριθμό διψήφιο. Αναλαμβάνει συνήθως υπηρεσία λοχία εβδομάδος ή όργανου υπηρεσίας. Και σε κάθε παράκληση να σε καβατζώσει, σε αρχίζει στα σιχτίρια τύπου «γαμώ τον άξονα της γης κωλόψαρο, που εγώ φοράω μπερέ απ'όταν εσύ βύζαινες» κτλ κτλ.

Γι' αυτές του τις βωμολοχίες χαρακτηρίζεται έτσι.

- Ρε σειρά, ποιός είναι όργανο σήμερα;
- Ο καραβανόπουλος.
- Φτου ρε γαμώτο, πάλι ο βωμολοχίας είναι;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Προκρίνω ως πιο εύστοχο τον ορισμό για το παρόν λήμμα την μαλακία και όχι τα παιδαρέλια. Ίσως να ταίριαζε το τσογλάν στον ορισμό και όχι το τσουτσού νταχτιρντί. Έτσι τσουτσού νταχτιρντί είναι η χαριτωμένη μαλακία έπειτα από μισοπετυχημένο ραντεβού. Δεν μπόρεσες να πηδήξεις αλλά βλέπεις πως είσαι σε καλό δρόμο και από την χαρά σου βαράς μια παχιά που παραπέμπει στο νταχτιρντί στο κέφι.

(Ο σύζυγος-μικρασιατικής καταγωγής προς την σύζυγο)

-Τασία ο κανακάρης μας χτες άργησε να γυρίσει το βράδυ και όταν σε κάποια φάση σηκώθηκα για να αρμέξω τη σαύρα μου ήταν κλειδωμένος στο μπάνιο. Σήμερα που τον είδα ξύπνησε με 3 σπυριά στα μούτρα του.

-Ισίδωρε μου είχε ραντεβουδάκι χτες ο γιόκας μας! Μεγαλώνει, ξετσουτσουνεύει το καμάρι μου.

-Αχά πάλι στο τσουτσου νταχτιρντί ήταν δηλαδή…

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Τουρκικής προέλευσης λέξη για να προσδιορίσει τον γυναικολόγο.

Είναι ο άντρας που καθημερινά πασπατεύει κάθε είδους χρώματος τύπου και διαμετρήματος αιδοία από στενωπούς μέχρι πορθμούς.

Το κάνει επαγγελματικά πληρώνεται γι αυτό και σε καλές περιπτώσεις φοράει γάντι έξτρα thin.

- Τι δουλειά κάνει ο άντρας σου Mαρή;

- Γυναικολόγος είναι.

- Μουνί πασπάτ δε το λες καλύτερα;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Είναι η σύγχρονη μορφή του γνωστού σαρδάμ ( εκ του παλαιού ελληνοαμερικανού κινηματογραφιστή Μαρδά, από τον αναγραμματισμό του ονόματος του οποίου προήλθε ο όρος σαρδάμ ) στην ηλεκτρονική της μορφή. Παρατηρείται άμεσα συνδεδεμένο με το καινοφανές τέρας, μακρινό απόγονο του Χομπσιανού Λεβιαθανούλη, τον Κορέκτορα τον αψευδή. Αυτός ο μάγιστρος της αλήθειας, η ηχώ των προγραμμένων στο φουμπου, και σε κάνει ρόμπα στο λεπτό. Θες να στείλεις στο μωρό που γνώρισες χτες ένα μήνυμα ευγενικό και γράφοντας χάρηκα σου πετάει ενα "χυνω" που είχες γράψει τον αύγουστο στο τσουλάκι που καυλάντιζες απ το viber επειδή η γκόμενα που γούσταρες δεν σε είχε ούτε για φτύσιμο σε παλιό καφενείο στην Τρούμπα.Γίνεσαι λοιπόν ξεφτίλας, σε προδίδει πως σεξοτσάτιαζες πριν και δεν είσαι ο σοβαρός γκόμενος που θα φορέσει παντελόνι μέχρι τον αστράγαλο και σκαρπίνι χωρίς κάλτσα με το πόδι μέσα να κολυμπάει στον ιδρώτα σα βάρκα σε λάδι. Το έχουμε πάθει όλοι. Κάποιες φορές το κάρμα συγχωρεί και μπορείς να τα μπαλώσεις. Κάποιες άλλες όμως σου ρίχνει κωλοδάχτυλο και σε φτύνει, όπως οι γέροι που λέγαμε πριν στον προσφυγικό Πειραιά το 'καναν με σιχασιά όταν αναφέρανε το βασιλιά στο μουχαμπέτι τους. Και στέλνεις το μήνυμα στο αφεντικό σου, στον φίλο του πατέρα σου που σου έστειλε μήνυμα να προωθήσεις έναν έρανο με χίλια likes δίνονται δώρο δέκα γρανίτες στα ορφανά απ τον άγνωστο πόλεμο.

Παράδειγμα εδώ Καυλα είσαι Γιώτα; ενώ ήθελες να γράψεις καλά είσαι Γιώτα; Γειά σου φίλε μου και να το διακόψει μια αβίαστη κουβέντα (το παραπάνω κείμενο βγήκε πατώντας την κεντρική επιλογή στο swiftkey πληκτρολόγιο επί11 φορές...)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

Ευμεγέθης κουράδα, δυσκόλως αποδεσμευόμενη εκ του παχέος εντέρου και δι' αυτόν η έκλυσή της προκαλεί δάκρυα ανακούφισης, όπως τα οφθαλμικά κολλύρια.

Είχα να χέσω 3 μέρες κι έβγαλα ένα κωλύριο άλλο πράγμα...

Προφ λογοπαίγνιο με τις λέξεις «κώλος» και «κολλύριο». Βλ. και γεννητούρι.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ορισμός καθιερωθείς για άτομα με βαπτιστικό όνομα Στέφανος, οι οποίοι, είτε εξαιτίας αγαπης για το εθνικό μας φαγητο, όρα φασολάδα, είτε λόγω εξαιρετικώς παραγωγικού κωλαντέρου κλάνουν σε χρόνο χε σε. Τους ακολουθεί αχλύ, όχι λόγω μεγαλείου ή φήμης, αλλά λόγω οσμών.

- Με ποιόν βγήκες σήμερα;
- Με τον στέκλανο.
- Τυχερέ μια χαρά πέρασες.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο μαθητής που στο λύκειο σηκώνει ακόμη το χέρι στροβιλίζοντας το όπως στο δημοτικό φωνάζοντας «κύριε-κύριε!» . Προσφέρεται για οποιαδήποτε χάρη από τον καθηγητή.

Μεγαλώνοντας στο στρατό γίνεται σκοπάνθρωπος, καπαπής και αγγαρειομάχος. Στον επαγγελματικό τομέα γίνεται γλείφτης όχι από τσατσοσύνη αλλά από έμφυτη μαλακώδη καλοσαμαρειτική άτιτιουντ.

Τον αντιπαθούν όλοι γιατί κανείς δεν καταλαβαίνει πώς προσφέρεται σε κάθε αγγαρεία και χάρη προς ανώτερο.

Με ποιόν ανέλαβες το πρότζεκτ ρε συ;

-Με τον Παπαδόπουλο.

-Είσαι πολύ γκαντέμης. Θα πάρει όλα τα εύσημα αυτός. Είναι σηκωχέρης.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Άλλη μια έκφραση για όποιον ή όποια γαμιέται, ή σε όρους moto gp λατρεύει την πουτσοκλέτα.

Η Μελπομένη είχε πάει με όλη την ομάδα του Παμπουτσιακού Κωλοπιλάλας και δεν της φαινόταν. Το πίνει το σαλέπι.

Δες και την τρίζει την όπισθεν.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Συμπαθής παρέα αποτελούμενη από 3-6 κοπέλες ή αγοράκια με κοινό χαρακτηρηστικό το ότι είναι μόγγολα.

Κοινώς μουχλοτσούτσουνοι σπυριάρηδες φυτούκλες με γυαλαμπούκες. Φοράν παπούτσια στράικ, καρό πουκάμισο και έχουν βγει ραντεβού με γυναίκα μόνο την νηπιαγωγό τους στα «μελισσάκια».

Βγαίνουν όλοι μαζί πάντα και το πέρασμα τους προκαλεί σχόλια στις καφετέριες. Η έκφραση χρησιμοποιείται για να περιγράψει την παρέα αυτή και την αποτύπωση της διελεύσεως της από εμπορικό δρόμο.

Κόψε κίνηση περνάει η ΠΑΕ Μογγολιακός, είναι όλοι ένας κι ένας

η εθνική ομάδα ποδοσφαίρου της Μογγολίας (μια χαρά) (από xalikoutis, 18/06/09)mongolian nomads rugby team - κόψτε φάτσες το προφάνουσλυ αγγλικό τεχνικό team (από xalikoutis, 18/06/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Κεκές είναι ο βραδύγλωσσος. Δημιουργία του όρου από την εγγενή δυσκολία των ανθρώπων αυτών στην εκφορά συνδέσμων και αρχής των λέξεων. Απαξιωτικός χαρακτηρισμός το δίχως άλλο.

- Ρε συ αν πιει κάνα μανιντού ο Χατζηνικολάου θα γίνει κεκές;; Μιλάει τόσο αργά που νομίζεις πως θα κεκεδίσει.

Όλα τα λεφτά ο κεκές στο τέλος των ρεφρέν. (από Khan, 04/03/11)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία