(Πάτρα) Λαιμός, καρύδι, οισοφάγος. Bλ. και λήμμα : γκαρλιά(ν)γκος.

Τον έπιασε απ' τον καρύτζαφλο και τον ακινητοποίησε.

Βλ. και καρίτζαφλας, γκαρίτσαφλος, γκότζο και σχόλια στο θα σου πιω το αίμα

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

(Γιάννενα & Βόρεια Ελλάδα): Λαιμός, καρύδι, οισοφάγος.

Στην Πάτρα καρύτζαφλος, στην Κρήτη τζάρουχας (βλ. έγινε ο στόμας μου τσαρούχι <πιθανότατα εκ του τουρκ. caric = πληγή).

Στην κλασσική αργκό: τραγουδιστής.

Αρε, να συ πιάσου απ' τουν γκαρλιάγκο, να στουν στρίψου.

Βλ. και καρίτζαφλας, γκότζο και σχόλια στο θα σου πιω το αίμα

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

(Νάουσα Ημαθίας) Έκφραση που χρησιμοποιείται, όταν κάποιος είτε δεν καταλαβαίνει τα τεκταινόμενα ή την συνομιλία, είτε είναι αφηρημένος και δεν προσέχει. Bλ. και στον Πύργο λειτουργάνε.

Στην κυριολεξία, αναφέρεται σε κυκλικό δημοτικό χορό, κατά τον οποίο, κάποιος αφηρημένος χορευτής, δεν ακολουθεί τον βηματισμό των υπολοίπων και τραβάει κατά τον τοίχο μόνος του...

Μεταφρασμένο, βλάχικης ή ντόπιας (μακεδονίτικης) προελεύσεως.

- Κατέβηκα Σαλονίκη και είδα το Στόκα στο Μύλο. Πολλά γούστα φιλαράκι!
- Καλά ρε συ, σίγουρα πήγες ή μας παραμυθιάζεις; Αφού ο Μύλος έχει κλείσει για επισκευές για. Ρε μήπως ήσουνα στη Λαζαριστών; Ήταν σε ύψωμα ή κοντά στη θάλασσα;
- Ωχ! καλά που με το είπες, εκεί ήμουνα.
- Καααλά. Κατ' τον ντοίχο το χορό είσαι, με φαίνεται.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

(Πάτρα): Έκφραση, που χρησιμοποιείται, όταν κάποιος είναι αφηρημένος και δεν προσέχει τα τεκταινόμενα ή την συνομιλία.

Στη Νάουσα Ημαθίας: Κατ' τον ντοίχο το χορό

Εύστοχα αμερικανιστί: You don 't know what the score is, buddy.
μερικώς εφαρμόσιμο βρετανιστί: You 've lost the plot mate.

-Ρε σείς, πάμε το βράδυ Ωδείο, που παίζουνε οι Suicidal Tendencies;
-Ναι αμέ!
-(αφηρημένος) Ρε αυτοί δεν είναι που λένε το «και μαζί και μόνος»;
-Καλά, αγόρι μου, στον Πύργο λειτουργάνε !

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

(Πάτρα) Σωματώδης τύπος, σφίχτης, σφίχτερμαν, Σίνης ο πιτυοκάμπτης (βλ. ημίζ).

Εκ του body (αγγλ.) Να μην συγχέεται με το χωρίον Μπονταΐικα Ηλείας, ούτε με τους κοτσικορέους, που είναι περισσότερο βίαιοι παρά σωματώδεις.

-Τί έγινε εχτές στο μαγαζί ;
-Άσε, ένας ετράβηξε ζόρι για κάτι πιπίνια και επλακώσανε κάτι μπονταίοι του μαγαζού απο την Ταραμπούρα και τον εκάνανε δάπεδο ...
-Ωχ !

Βλ. και μποντιμπιλντεράς, πρησμένος, σβάρτσος, κορμαρίων, Κ.Δ.Ο.Α.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Έκφραση, που χρησιμοποιείται, όταν κάποιος δράττεται της ευκαιρίας να συμμετάσχει σε κάτι, με το οποίον ουδεμία σχέση έχει.

Προβαθμίς του μαζί με το βασιλικό ποτίζεται κι η γλάστρα.

-Άκουσα, ότι δίνονται αποζημιώσεις από την Ε.Ε. σε αγρότες από τον Πύργο, που καταστράφηκαν από το χιονιά φέτος.
-Πού; Πού; Να πάω κι εγώ!
-Αφού ρε, η μόνη σχέση που έχεις εσύ με τον Πύργο, είναι ο Λευκός στη Σαλονίκη, που πανηγυρίζεις κάθε φορά με τα μπαόκια! Για δε ρε, που άκουσε η αλεπού που καλιγώνανε τ' άλογα και σήκωσε κι αυτή το ποδάρι της... Ούστ κόπρο!

Αλεπού με πέταλα (από nikolaosvlas, 07/10/11)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Έκφραση, που χρησιμοποιείται έναντι κάποιου που ενώ ήδη εκμεταλλεύεται θέση που δεν την αξίζει και που κατέλαβε με πλάγια μέσα ή μέσω άλλου και παρ' όλ' αυτά είτε κοκορεύεται κι από πάνω είτε θέλει να ανέβει ακόμη ψηλότερα, πάλι με τον ίδιο τρόπο. Δηλαδή ο ορισμός της ύβρεως.

Ειδικότερη έκφανση του βρεταννικού beggars can't be choosers.

  1. - Ο μπαμπάς μου είναι στο γραφείο του υπουργού και θα με διορίσουν σίγουρα στο γραφείο διοικήσεως.
    - Καλή φάση. Αν και του Δημοτικού και πολύ σου και καλό σου.
    - Ναι, αλλά τα γραφεία της διοικήσεως είναι στον ημιόροφο και δεν έχει πολύ φως.
    - Ρε φίλε, θα μας τρελάνεις; Με ξέν' αρχίδια είσαι γαμιάς και θες και να γαμήσεις κώλο; Δε γίνεται αδερφάκι μου...

  2. Οι Έλληνες το 1919, με τις πλάτες της Αντάντ κατέλαβαν την περιοχή της Σμύρνης, προκειμένου να ασκήσουν αστυνομικά (βλ. κυανόκρανοι) καθήκοντα για λογαριασμό των συμμάχων. Αντ' αυτού, το 1920, η κυβέρνηση Γούναρη, αφού έδιωξε τον Βενιζέλο κι έφερε τον κωτσοβασιλιά, απεφάσισε με ύφος, να ανα(συ)στήσει την Βυζαντινή (;) ημών αυτοκρατορία (!) Ωσεκτουτού, ξεκίνησαν γιουρούσι καταλαμβάνοντας την Ανατολία σε όλο και μεγαλύτερο βάθος. Αι συνέπειαι γνωσταί ... Εμ, κύριε Γούναρη, με ξέν' αρχίδια είσαι γαμιάς και θες και να γαμήσεις κώλο;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο μη ευωχούμενος της ενεργητικής πρωκτικής διεισδύσεως (ανεξαρτήτως προθέσεως και φυλετικού προσήμου), δεν έχει ιδεί τίποτις εις την ζωήν του και θα ποθάνει με αυτό το μαράζι [sic].

Ας συγχωρεθεί ο οίκοθεν νεολογισμός εις την ιταλικήν ως:
Chi non chiava culo, se ne va ad Ade cieco (ταυτόσημο λέξη προς λέξη).

-Φίλος χτες πήγα με την Έλλη σπίτι της κι έγινε το έλα να δεις!
-Κώλο σου 'δωσε ρε;
-Κάτσε ρε φίλο, προχτές τη γνώρισα...
-Καααλά... Όποιος κώλο δε γαμεί, στραβός πάει στον Άδη. Να ξέρεις δηλαδή.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Έκφραση χρησιμοποιουμένη οσάκις ο συνομιλητής μας λέει πράγματα ανυπόστατα ή μας ζητεί δυσαναλόγως επαχθές αντάλλαγμα.

(κούρσα Παγκράτι - Σύνταγμα 6:00 το πρωί)
-Τί οφείλω αφεντικό;
-Να, δώσε ένα δεκάρικο...
-Ρε δε μπα' να γαμηθείς να πάρεις και χρώμα λέω γω; Τσίμπα ταληράκι και τα ρέστα δικά σου!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Μια σειρά κοκκινοσκουφιστικών οραμάτων των βιαστικών ή νεοσυλλέκτων φαντάρων. Αξίζει να δούμε μερικά:

- Περπατώ στο δάσος κι ακούω φωνές = 100 και σήμερα (αναλόγως) είναι πολλές;

- Περπατώ στο δάσος κι ακούω Πέγκυ Ζήνα = μήπως απολύομαι τον άλλο μήνα;

- Περπατώ στο δάσος και βλέπω φίδια. Απολύομαι; Αρχίδια...

- Περπατώ στο δάσος κι ακούω κρούτσου - κρούτσου = μήπως απολύομαι του Αγίου Πούτσου;

και το κορυφαίο (με εκτροπή απο το μέτρο): - Περπατώ στο δάσος κι ακούω Άννα Βίσση. Βλέπω το φίλο μου το Γιώργο και του λέω, ρε Γιωργάρα, μας έχουνε ΓΑΜΗΣΕΙ!

Περπατώ στο δάσος και πίνω Fanta, πουτάνα Λήμνο αντίο για πάντα! (από Cunning Linguist, 26/07/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία