Κρεμαντζόλι - κρεματζόλι: Οποιοδήποτε αντικείμενο ακαθορίστου προελεύσεως, χρησιμότητας, σημασίας, λειτουργικότητας και σκοπού ύπαρξης (ή γενικά κάτι που εγώ δεν γνωρίζω τι είναι), το οποίο έχει χαρακτηριστικά κάθετη φορά (κοινώς κρέμεται) και υφίσταται συνήθως στο σώμα κάποιου-ας σαν αξεσουάρ και καλά, στην ένδυση του-ης ή οπουδήποτε αλλού.

Βλέπει η γιαγιά του Μιχάλη τον εγγονό της να φοράει hands-free: «Τι 'ναι παιδάκι μ' αυτό το κρεμαντζόλι στο κεφάλι σου;»

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία