Η πολύ μεγάλη πείνα.

Έχει πέσει μεγάλη ψωμολύσσα, δεν υπάρχει ούτε ψωμί να φάμε.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Πέσιμο.

Εχθές έφαγα μια σφανταλιά και με πονάει ακόμα η μέση μου.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Τρομάρα μου ή τρομαρίτσα μου. Το λέει μεγάλος (συνήθως η γιαγιά) σε μικρό παιδι ως χαιδευτικό, δείχνει το μεγάλο ενδιαφέρον μη πάθει κάτι ο μικρός, μπορεί να σημαίνει ότι με το παραμικρό που θα συμβεί για το μικρό τρομάζει ο μεγάλος πάρα πολύ.

  1. Γαύγισε ο σκύλος δυνατά και φοβήθηκες τρομάρα μου.

  2. Ξύπνησες τρομαρίτσα μου;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Σημαίνει το ξυλοφόρτωμα.

  1. Άμα σε πιάσω έχεις να φας πολλή ντουμπίτσα.

  2. Του 'ριξα μια ντουμπίτσα και μετά μου γλίστρησε από τα χέρια.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η βρωμιά (αρβανίτικα).

Σχετικό το επίθετο σκαρτσίλης: βρωμιάρης.

Για δες το σακκάκι του, έχει δυο δάχτυλα σκάρτσα επάνω.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Συμβουλή.

  1. Τον ορμήνεψα να πάει να μάθει μια τέχνη, αλλά αυτός αλλού είχε το μυαλό του.

  2. Τι ορμήνεια να του δώσω, που δεν έχει μυαλό μες το κεφάλι.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Μολύνω. Μαγάρας, μεταφορικά, για άνθρωπο που κάνει κουτοπονηριές και απατεωνιές.

  1. Μη φας το τυρί, το έχουν μαγαρίσει οι μύγες.

  2. Ο βρωμιάρης φίλησε το παιδί στο μάγουλο και το μαγάρισε.

  3. Μη κάνεις παρέα με αυτόν, είναι μεγάλος μαγάρας.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Άσχημος, κακοφτιαγμένος.

Τι αμπράζικη είναι αυτή η γυναίκα, μεγάλα δόντια, καμπούρα μύτη, δε βλέπεται λέμε.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Αυτό που δεν είναι μοιρασμένο σε μέρη, που δεν έχει μοιραστεί ακόμα.

Τα αδέλφια κληρονόμησαν πολλά σπίτια, αλλά ακόμα τα έχουν αμοίραγα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Πολύ ξερό, που δε τρώγεται, κυρίως για ψωμί.

Αυτό το ψωμί είναι πρέσβελο, το έχουν ψήσει πριν από 2 εβδομάδες, δε τρώγεται λέμε.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία