Κυριολεκτικά χρησιμοποιείται για τη γυναίκα που αρέσκεται σε στοματικό σεξ, όχι απαραίτητα με τον νόμιμο σύντροφό της, με χαρακτηριστική κατάποση-απόκρυψη εντός της στοματικής κοιλότητας και του ανώτερου τμήματος του οισοφάγου ολόκληρου του πέους. Η όλη πράξη συνοδεύεται από χαρακτηριστικό ήχο πνιγμονής.
Κατά μια μεταφορική έννοια χρησιμοποιείται μεταφορικά για την πονηρή, πανούργα γυναίκα που δε θα δίσταζε να χρησιμοποιήσει και αυτό τον τρόπο για να πετύχει τους δόλιους σκοπούς της.
"Πω πω ρε Βλάση με πέθανε η Λίτσα χτες βράδυ, τι τσιμπουκοπνίχτρα αδερφάκι μου!"
Του'φαγε του γέρου όλη την περιουσία η τσιμπουκοπνίχτρα!
Η σιγανοπαπαδιά, η χαμηλοβλεπούσα που θα πετύχει αθόρυβα το σκοπό της, εκδίδοντας και το σώμα της αν χρειαστεί, και θα σου φέρει και μια μαχαιριά πισώπλατα άμα της δοθεί δυνατότητα.
-Είδες; Με δυο πτυχία και διδακτορικό του'φαγε του Γιώργου τη θέση του διευθυντή η ψωλοπιπίτσα.
- Σου φαίνεται περίεργο; Αφού όλο του πέταγε τις βυζάρες της στη μούρη του αφεντικού!
Παραδοσιακό φαγητό από σιτάρι και κρέας που βράζεται σε μεγάλο καζάνι όλη τη νύχτα μέχρι να γίνει μια πολτώδης μάζα. Συνήθως γίνεται παραμονή κάποιας εορτής σε ειδικά διαμορφωμένο χώρο δίπλα από ναΐσκο. Στα παλαιότερα χρόνια ήταν μια καλή ευκαιρία, ειδικά για τους φτωχούς, να φάνε δωρεάν κρέας. Σήμερα το έθιμο έχει εκφυλιστεί και πολλοί πηγαίνουν με μεγάλες κατσαρόλες να πάρουν κισκέκι και ξεχνούν να ανάψουν έστω ένα κερί...
- Έλα κυρα-Μαρίτσα σου'φερα κισκέκ' απ' τη γιορτή της Αγίας Πελαγίας.
- Να'σαι καλά γιόκα μου!
Θρυλικός βοσκός σε κάποιο ελληνικό νησί ο οποίος ήταν μακροβιότατος και το γεννητικό του όργανο, κατά μαρτυρίες πολλών ανδρών και γυναικών, έφτανε σε χαλαρή κατάσταση έως το γόνατό του. Είχε αλλάξει αρκετές φορές συζύγους, καθώς αυτές έφευγαν έντρομες όταν το αντίκριζαν σε στύση.
- Πω πω Ευδοκία μου τι πούτσα έχει ο Γιάννης μου!
- Ναι; Σαν του Γιαγκούλα;
μπούκνα (η): Το μικρό μαύρο σύκο. Σε τοπικό νησιώτικο ιδίωμα μπούκνα ή μπουκνάκι λέγεται και το γυναικείο αιδοίο, λόγω της ομοιότητάς του με την ανοιγμένη στα δύο μπούκνα.
Μια τρίτη έννοια αφορά αυτόν που είναι άχρηστος, ακαμάτης.
Φάε μπούκνες είναι νόστιμες.
Αντρέα η γκόμενα έχει ένα μπουκνάκι....
Μμμ αυτός να κάνει κάτι σωστό; Για τις μπούκνες είναι!