Θέλεις κάτι τόσο πολύ, τόσο ώστε να παραβλέπεις τις πιθανές επιπτώσεις ή ρίσκα και να εκτίθεσαι σε κινδύνους.

  1. Εμ, τα θέλει και σένα ο κώλος σου μαναμ'! Φραπέ με το Λίλιαν δεν ήθελες; Μην παραπονιέσαι που έχεις μύκητες στο παπάρι σου τώρα! Με τόσους που έχει φραπεδιάσει αυτή και λίγα παράσημα πήρες!

  2. Ρε, τον μαλάκα ρε! Πήγε και καρφώθηκε στην κολόνα! Τα ήθελε όμως ο κώλος του, αφού κάθε φορά που οδηγάει τον χάρο γαμιέται στα μπαντιλίκια.

no comment! (από BuBis, 11/05/09)(από panos1962, 17/11/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Tον ήπιαμε: Πήραμε τον πούλο καθώς πίναμε φραπέ (μπορεί να συμβεί μόνο σε Έλληνες).

Our secret combination πιπα κώλο εμπλοκή
η γλώσσα μας μεγάλη μα η πούτσα μας μικρή
αντί για την Ευρώπη υποκλιθήκαμε εμείς
στα τέσσερα μας στήσαν, μας ξεσκίσαν εξαρχής

Τον ήπιαμε, μεγάλε! (από panos1962, 28/11/09)

βλ. και τιμημένο, το

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Έκφραση που περιγράφει μία εξαιρετικά δύσκολη και φορτική κατάσταση για το άτομο, παρόμοια με ερωτική συνεύρεση παρά φύσιν, αλλά και στοματικώς.

Είχαμε πολλή δουλειά την εβδομάδα που μας πέρασε στο υπουργείο. Καθημερινά φεύγαμε κατά τις επτά το απόγευμα, πίπα κώλο μας πήγαν....

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία