Κάτι το οποίο γουστάρουν οι πούστηδες (κατά το «γουστόζικο»).
Κρίστο: - Αχ καλέ, τι ωραίο συνολάκι είναι αυτό; Σου κάνει ωραία οπίσθια!!!
Τρύφων: - Ε ναι χρυσό μου, είναι και πολύ πουστόζικο!!! Καρ καρ καρ καρ!!!
Κάτι το οποίο γουστάρουν οι πούστηδες (κατά το «γουστόζικο»).
Κρίστο: - Αχ καλέ, τι ωραίο συνολάκι είναι αυτό; Σου κάνει ωραία οπίσθια!!!
Τρύφων: - Ε ναι χρυσό μου, είναι και πολύ πουστόζικο!!! Καρ καρ καρ καρ!!!
βλ. και πουστάρω
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Η λούγκρα.
λούγκρα + Λουκρητία = λουγκρητία.
-Κοίτα το Λέλο τη λουγκρητία ρε. Κρίμα τον πατέρα του που κέρναγε στα καφενεία κι έλεγε «έκανα γιο ρε!». Τσκ τσκ...
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!