Επιλεγμένες ετικέτες

Επιπλέον ετικέτες

Η σεξουαλικά ακόρεστη γυναίκα, η τσούλα, η πόρνη.

Λέξη της κρητικής ιδιολέκτου -σε μικρή χρήση σήμερα- προερχόμενη από τη λέξη καμπανός (παλαιός τύπος φορητής ζυγαριάς, αποτελούμενης από μία μακρυά μεταλική ράβδο, δύο γάντζους -έναν για να κρεμιέται από ένα σταθερό σημείο και έναν για να κρεμιέται το προς ζύγιση αντικείμενο- και ένα αντίβαρο) + ψωλή. Κατά κυριολεξία σημαίνει την γυναίκα που συνεχώς και αδιαλείπτως ασχολείται με ποικιλία ανδρικών μορίων, τα ζυγίζει, τα αγοράζει και έχει εν γένει ενδιατρίψει επαγγελματικά στο αντικείμενο.

- Καλή κοπελιά η Χ;
- Ναι, ήντα να σου πω, καλή ψωλοκαμπανίστρα είναι και του λόγου τζη!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

H βασιλόπιτα, λέγεται υπό τύπο αινίγματος (από Θεσσαλονικείς χαριτολογώντας μεταξύ τους ή από άλλους προς Θεσσαλονικείς), κατ' αναλογία της ονομασίας στη Θεσσαλονίκη της τυρόπιτας με φύλλο κρούστα ως μπουγάτσα με τυρί.

- Πώς λένε στη Θεσσαλονίκη τη βασιλόπιτα;
- Μπουγάτσα με φλουρί!
- Τι με λες τώρα!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η απόληξη του εντέρου, ο πρωκτός. Τη λέξη την άκουσα από Κρητικό στη φράση του παραδείγματος.

Ώφου... Ω που να φράξει ο μαυροσκότεινός σου!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Κοιτάζω, στα κρητικά.

- Ξάνοιξέ τον! Πώς σου φαίνεται;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο τύπος του κάγκουρα -βλέπε λήμμα- που παρεπιδημεί στην Κρήτη. Χαρακτηριστικά:οδηγεί μηχανάκι, συνήθως παπί βελτιωμένο (κωλοφτιαγμένο) χωρίς εξάτμιση -ή με πυροσωλήνα-, χωρίς καθρέφτες και κράνος. Έχει λάστιχα πολύ μικρά στον πίσω τροχό για να τρέχει πιο γρήγορα, νικελωμένο πλαίσιο και δισκόφρενα μπρος-πίσω. Έχει προσβλητική / υποτιμητική σημασία, ιδίως στη φράση «φύγετ' από δω κωλόσβουροι!»
Ηλικία: από 12 έως 20 max

Στάση οδήγησης: σε παπί, με το δεξί μόνο, το αριστερό χέρι παράλληλα, κολλημένο στο σώμα.

Τρόπος οδήγησης: πάντα μαζί με άλλα τρία τέσσερα μηχανάκια, κάνουν σφήνες, σούζες, κόντρες μεταξύ τους και με οτιδήποτε άλλο όχημα είναι εκείνη τη στιγμή στο δρόμο, δεν σταματούν για κανέναν λόγο (πχ. πεζός, γέρος κλπ), προσπερνούν από δεξιά, «γράφουν» στην άσφαλτο με φρεναρίσματα.

Σκοπός ύπαρξης: κανένας συγκεκριμένος, να κάνουν φασαρία με γκαζιές και εξατμίσεις, κατά προτίμηση βραδινές ώρες και μέσα σε στενούς δρόμους, και να ενοχλήσουν τους μεγαλύτερους.
Είναι εύθικτοι στις παρατηρήσεις και βάζουν καυγά αν είναι σε αναλογία 5 σβούροι προς 1 και πάνω.

υποκοριστικό: σβουράκι, το, σβουράκια, τα
συνώνυμο: κωλόσβουρος
η κοπέλα τους, που κάθεται πολλές φορές πίσω στη σέλλα: σβουρογκόμενα

- Σε αυτό το μαγαζί δε λέει να κάτσει κανείς έξω γιατί περνάνε συνέχεια κωλόσβουροι και κάνουν φασαρία!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Περιπαικτικά: ο Λέσβιος, ο Μυτιληνιός.
Θηλυκό: γκασμαδοπούλα.

Λέγεται ότι το παρωνύμιο προήλθε από κάποιο αεροδρόμιο που θέλησαν κάποτε να δημιουργήσουν στη Λέσβο και οι κάτοικοι προσήλθαν αυθόρμητα να συνδράμουν στο έργο κρατώντας όλοι μόνο γκασμάδες και όχι και κάποιο άλλο εργαλείο (βλέπε παρόμοια ερμηνεία και για το παγουράς).

Οι γκασμάδες είναι πολύ δεμένοι μεταξύ τους, κάνουν κλίκες!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο φίλος, ο γνωστός, ο συγχωριανός.
Χρησιμοποιείται σε τοπικές διαλέκτους.

-Που 'σαι ρε φούλη; Καιρό έχεις να φανείς στο καφενείο...
-Φτιάξε έναν καφούλη και άσ 'τα λόγια...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Κατ 'αναλογία με και σε επέκταση του: ερήμην. Και ο νοών νοείτω.

(πριν την εξέταση μαθήματος)
-Έχεις διαβάσει;
-Μπάαα...
-Κατάλαβα, πάλι ερημιτζής κατέβηκες...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Κυπριακή κατάληξη που σημαίνει -ούδια, -άκι. Έγινε γνωστό στην Ελλάδα απο τα φιλούθκια της Φραντσέσκας Μελά (Big Brother 2).

Ο ενικός είναι -ούι (πχ. φιλούι = φιλάκι).

Φιλούθκιααααα!

(από Khan, 19/03/13)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ειρωνικό αντίστοιχο του Α.Α. που λένε οι φαντάροι που υπηρετούν στη Ρόδο. Βγαίνει απο το "'έν εφάνη" στην τοπική διάλεκτο.

-Τσαμπίκος Τσαμπικάκης;
-Απών. Εν Εφάνη

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία