Ο έμπορας ουσιών.
Πάω στον Μπομπ Ντίλιαν να μου πει κανα τραγούδι.
Ο έμπορας ουσιών.
Πάω στον Μπομπ Ντίλιαν να μου πει κανα τραγούδι.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Το πρεζάκι.
- Τσεκάρισε τον κόμη τζάνκουλα, σέρνεται το λείψανο...
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Ο μαστουρωμένος, συνήθως από βρομά, ή και ο μεθυσμένος.
- Άσε μαλάκα, τρεις μέρες κλασμένος ήμουν από το πάρτυ!
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία
Αυτός που το παίζει το πιο γερό ποτήρι. Σε παραλληλία με το τρελάκιας.
Πιέτε ποτά ρεεε... α ρε ποτάκηδες...
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Δημοσιεύτηκε
Τρακαδόρος τσιγάρων.
- Αυτός καπνίζει μάρκα «Απόλλων».
Σχετικό: τράκα
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Ονομάζεται ο μεθυσμένος ως «χεσμένος απ' το αλκοόλ».
Πάλι ξέρναγες χθες το βράδι βρε χεζμεντέν!
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Όπως και το φουγάρο δείχνει το άτομο που καπνίζει παρα πολύ.
Δεν τον αντέχω τον καινούργιο συνάδελφο στο γραφείο. Καπνίζει σαν τσιμινιέρα και μυρίζει όλος ο χώρος.
Βλ. και Τούρκος.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Δημοσιεύτηκε
Ο άνθρωπος που καπνίζει υπερβολικά πολύ.
Μου είπε ο γιατρός πως πρέπει να σταματήσω να καπνίζω σα φουγάρο και να ξεκινήσω γυμναστική αν θέλω να βελτιώσω τη φυσική μου κατάσταση.
Βλ. και Τούρκος, τσιμινιέρα.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Δημοσιεύτηκε
Βρισιά που εξαπολύουν μητέρες στα παιδιά τους όταν προτιμούν χάμπουργκερ από τα Goody’s αντί για τα φασολάκια που πιάστηκε η μέση της να καθαρίσει.
-Τσόγλανε! Πιάστηκα να σου μαγειρέψω κι εσύ πήγες κι αγόρασες χάμπουργκερ;;; Ρυπαροφάγε!
Πηγή: Πλαθολόγιο, εκδ. Intro 2007, του Λύο Καλοβυρνά
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Ο/η ψυχολογικά διαταραγμένος /-η . Αυτός που γυαλίζει το μάτι του. Ο ελαφρά παρανοϊκός που όμως δεν μπορεί (ή δεν ενδιαφέρεται) πλέον να το κρύψει: πετάει ξεκάρφωτα, μιλάει χωρίς νόημα, κοιτάει επίμονα το κενό ή τα μάτια των άλλων χωρίς εμφανή λόγο. Ενδεχομένως αυτή η απόκλισή του από το φυσιολογικό να είναι αποτέλεσμα χρόνιας λήψης ναρκωτικών.
Χρησιμοποιείται και ο πληθυντικός του ουδέτερου («πειραγμένα») για πραγματικές καταστάσεις που αγγίζουν τα όρια του σουρεάλ ή για μορφή τέχνης που εμφανώς μεταδίδει την γνώριμη εκείνη αίσθηση για την ψυχική υγεία του δημιουργού της.
- Είδες cinema το καινούριο του Λίντς;
- Ποιο ρε λακαμά; Αυτά είναι πειραγμένα!
Οι ψυχικές νόσοι προσβάλλουν το 4% του γενικού πληθυσμού. Εκτός από αυτούς κυκλοφορούν και οι πειραγμένοι.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!