σπέκι, το / γεν.: του σπεκίου: Το σπεκ, βλ. εκεί την ετυμολογία, που έχει εισέλθει στο ελληνικό κλιτικό σύστημα. Η Γενική θυμίζει και ρουμάνικο όνομα.

  1. - Το σπέκι του σπεκίου, σου αξίζει μεγάλε!

  2. - Πολυτονιστής ευπατρίδης: Ασμένως απαντώμεν τω παρ' υμίν σπεκίωι μετά ημετέρου σπεκίου!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Πρόκειται για επικαιροποιημένη εκδοχή του όλα τα λεφτά, ρηλόντεντ για τους likeιστές του φουμπού και του ίνστανγκαμ.

Τι να τα κάνεις άλλωστε τα (κ)λεφτά, άμα δεν έχεις λάϊκ;

- Είδες το Λίλιαν με μπραζίλιαν στην Ίφκινθο; Υπερτούμπανο!
- Είναι όλα τα λάϊκ, έβαψα τοίχους!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία