Oυσ. ουδ. παρατσούκλι [para'tsukli]: Όνομα που δίνουμε σαρκαστικά σε κάποιον / -α
«Του έβγαλαν παρατσούκλι». Τι παρατσούκλι σου έχουν δώσει εσένα που με διαβάζεις; Σε εκφράζει; Σε προσβάλει; Σε χαροποιεί; Τι αντίκτυπο είχε στην μέχρι τώρα ζωή σου; Πώς το χρησιμοποιείς στους άλλους;
Καράφλας = Ο καραφλός αυνάνας ή καραφλοδαίμονας ή φωτεινός παντογνώστης.
Και μερικά αρχαιοελληνικά :
Αντισθένης ο «αποκλύων» δηλ. γνήσιος σκύλος. Δημόκριτος ο «σκανδικοπώλης», επειδή η μητέρα του πουλούσε λάχανα. Κλεάνθης ο «όνος». Περικλής ο «σχινοκέφαλος». Πιττακός ο «σαφάπους» γιατί είχε πλατυποδία
Κουκουβίζ:
Αντιστοίχησε τις κατωτέρω φωτό με τα παρακάτω παρατσούκλια
1. Σαλώμη
2. Μπουλντόζα
3. Μπουμπούκος
4. Υποβρύχιο