Oυσ. ουδ. παρατσούκλι [para'tsukli]: Όνομα που δίνουμε σαρκαστικά σε κάποιον / -α

«Του έβγαλαν παρατσούκλι». Τι παρατσούκλι σου έχουν δώσει εσένα που με διαβάζεις; Σε εκφράζει; Σε προσβάλει; Σε χαροποιεί; Τι αντίκτυπο είχε στην μέχρι τώρα ζωή σου; Πώς το χρησιμοποιείς στους άλλους;

Καράφλας = Ο καραφλός αυνάνας ή καραφλοδαίμονας ή φωτεινός παντογνώστης.

Και μερικά αρχαιοελληνικά :

Αντισθένης ο «αποκλύων» δηλ. γνήσιος σκύλος. Δημόκριτος ο «σκανδικοπώλης», επειδή η μητέρα του πουλούσε λάχανα. Κλεάνθης ο «όνος». Περικλής ο «σχινοκέφαλος». Πιττακός ο «σαφάπους» γιατί είχε πλατυποδία

Κουκουβίζ: Αντιστοίχησε τις κατωτέρω φωτό με τα παρακάτω παρατσούκλια
1. Σαλώμη
2. Μπουλντόζα
3. Μπουμπούκος
4. Υποβρύχιο

(από ο αυτοκτονημενος, 06/04/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία