Έκφραση, που χρησιμοποιείται έναντι κάποιου που ενώ ήδη εκμεταλλεύεται θέση που δεν την αξίζει και που κατέλαβε με πλάγια μέσα ή μέσω άλλου και παρ' όλ' αυτά είτε κοκορεύεται κι από πάνω είτε θέλει να ανέβει ακόμη ψηλότερα, πάλι με τον ίδιο τρόπο. Δηλαδή ο ορισμός της ύβρεως.

Ειδικότερη έκφανση του βρεταννικού beggars can't be choosers.

  1. - Ο μπαμπάς μου είναι στο γραφείο του υπουργού και θα με διορίσουν σίγουρα στο γραφείο διοικήσεως.
    - Καλή φάση. Αν και του Δημοτικού και πολύ σου και καλό σου.
    - Ναι, αλλά τα γραφεία της διοικήσεως είναι στον ημιόροφο και δεν έχει πολύ φως.
    - Ρε φίλε, θα μας τρελάνεις; Με ξέν' αρχίδια είσαι γαμιάς και θες και να γαμήσεις κώλο; Δε γίνεται αδερφάκι μου...

  2. Οι Έλληνες το 1919, με τις πλάτες της Αντάντ κατέλαβαν την περιοχή της Σμύρνης, προκειμένου να ασκήσουν αστυνομικά (βλ. κυανόκρανοι) καθήκοντα για λογαριασμό των συμμάχων. Αντ' αυτού, το 1920, η κυβέρνηση Γούναρη, αφού έδιωξε τον Βενιζέλο κι έφερε τον κωτσοβασιλιά, απεφάσισε με ύφος, να ανα(συ)στήσει την Βυζαντινή (;) ημών αυτοκρατορία (!) Ωσεκτουτού, ξεκίνησαν γιουρούσι καταλαμβάνοντας την Ανατολία σε όλο και μεγαλύτερο βάθος. Αι συνέπειαι γνωσταί ... Εμ, κύριε Γούναρη, με ξέν' αρχίδια είσαι γαμιάς και θες και να γαμήσεις κώλο;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία