Το ενέχυρο, η υποθήκη. Το αντικείμενο που δίνεται ως εγγύηση για δάνειο.

Η έκφραση «κρατάω κάτι αμανάτ» σημαίνει κυριολεκτικά κρατώ κάτι ως εγγύηση. Και, μεταφορικά, κρατώ αμείωτη την διάθεση και περιμένω να εκδικηθώ κάποιον που με έχει βλάψει. Δηλαδή του το κρατάω, του το φυλάω, μνησικακώ.

«Μένω αμανάτι» σημαίνει μένω μόνος, εγκαταλείπομαι, μένω χωρίς κανένα στήριγμα.

Τουρκική λέξη amanat και emanet για την κατάθεση, την παρακαταθήκη.

Στο Δ.Π. από την Μες.

  1. Από τότε που τον προσέβαλε, του το κρατάει αμανάτι.

  2. Θυσιάστηκε για όλους και τελικά έμεινε αμανάτι. Κανείς δεν γύρισε να τον κοιτάξει.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία