Κατάρα. Δηλαδή, ο κατηραμένος να έχει ετεροχρονισμένες στύσεις πάντα και μόνο σε χρόνο ακατάλληλο. Ήτοι, όταν ουρεί να κατέχεται απο κατουρόκαβλα, ενώ όταν επιδίδεται στο σεξάκι, η τσαπού του να γίνεται τρυφερότερη κι απο την καρδιά ενός μαρουλιού...

Εξυπονοείται η πρόταση: Που να σου γίνει / που να σου καμωθεί / που να την έχεις κτλ (πριν την κατάρα).

- Τελικά, σ' έκλασε ο Χρήστος. έ;
- Ναι, πανάθεμάτονε και τα' φτιαξε και με κείνη τη σακαφιόρα τη Ντέππυ, που μολύβι στο κατούρημα, μπαμπάκι στο γαμήσι να την έχει, ο πούστης!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία