Το έπιπλο, το οποίο ο νεοέλληνας χρησιμοποιεί ως ακουμπιστήρι για τα συμπράγκαλα τα οποία τον βαραίνουν όλη τη μέρα. Κομπολόι, κινητό, κλειδιά και τσιγάρα. Η μοντέρνα ελληνίς τα έχει όλα στην τσάντα, την οποία και αυτή αφήνει στο εν λόγω έπιπλο. Ενίοτε, με αυτόν τον όρο εννοούμε και τον ευρύτερο χώρο, στον οποίο αυτό το έπιπλο βρίσκεται. Είθισται να υπάρχει και ένας καθρέφτης, στον οποίον αφού φτιαχτεί, ο νεοέλληνας φτύνει δίνοντας τα εύσημα στη μάνα του για τα πνευματικά δικαιώματα της δημιουργίας.

Να σημειωθεί, ότι η ανυπαρξία ενός όρου να περιγράψει το εν λόγω έπιπλο, φτωχαίνει αφάνταστα την, κατά τα άλλα, πλουσιοτάτη ελληνική γλώσσα. Και ο σοφός λαός, αφού οι πνευματικοί ταγοί δεν εφευρίσκουν μία λέξη, διέφυγε στον αδόκιμο αυτό όρο.

  1. - Πού είναι ρε αγάπη το τηλεκοντρόλ;
    - Νομίζω ότι το είδα στο καθώς μπαίνεις.
    - Ένα χάλι σε αυτό το σπίτι, μα τίποτα να μην είναι στη θέση του; .....Α! νά το! (βλέμμα στον καθρέφτη) Φτου σου παλικάρι μου! Πού 'σαι ρε μάνα να δεις τι έβγαλες!!!
    - Μιλάς μόνος σου ρε θεοπάλαβε;
    - Ναι, λέω πόσο κωλόφαρδη είσαι που με τύλιξες!

  2. - Μην ξεχάσεις να μου αφήσεις τις φωτογραφίες του παιδιού, να πάω να του βγάλω διαβατήριο.
    - Μην ανησυχείς, το πρωί θα σου τις αφήσω στο καθώς μπαίνεις, πλάι στα τσιγάρα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία