Πλήξη της κεφαλής τινός δια της δικής μας κεφαλής, χειρός ή άλλου μέσου, με σκοπό την δεινοπάθηση του ατόμου που τη δέχεται (παρ. 1) ή την πρόκληση εγρήγορσης ή νουθεσίας του (παρ. 2).

Μεταφορικά χρησιμοποιείται για να δηλώσει μια μεγάλη, δυσάρεστη έκπληξη ή ένα κακό μαντάτο (παρ.3).

Συνήθως συντάσσεται ως ενεργητική έννοια με το ρίχνω ή, ως παθητική, με το τρώ(γ)ω.

  1. Μερικοί άνθρωποι χρειάζονται μια γερή κατακεφαλιά για να συνέλθουν, και η Επιλόχ που έβγαζε τις υπηρεσίες μας στην Καβύλη, θα μποροούσε να είναι η σημαιοφόρος τους. (Από τα απομνημονεύματα ενός φαντάρου)

  2. (σε φόρουμ οικολογικής ευαισθητοποίησης)
    Η ιστορία διδάσκει ότι ο άνθρωπος πρέπει πρώτα να φάει την κατακεφαλιά και μετά να περιμένουμε να δράσει.

  3. Χθές έλαβα την κατακεφαλιά με τα καινούρια τέλη κυκλοφορίας. Γάμησέ τα κι άφησέ τα φίλος, δεν την παλεύω κάστανο.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία