Το σημείο του γυναικείου στέρνου ανάμεσα στα δύο βυζιά, το οποίο νοητώς τα χωρίζει. Περισσότερο παραπέμπει σε γυναίκα με μεγάλες βυζούμπες, οπότε αποτελεί βυζοχαράδρα, ωστόσο σε σχέση με τον τελευταίο αυτό όρο, το βυζοχωρισιά είναι πιο ουδέτερο, δηλαδή αποδίδει λιγότερη έμφαση στο ευμέγεθες των βυζιών και απλά δηλώνει το ανατομικό σημείο.

Πάσα: Έλεκτρον.

  1. ...άρα η μύγα συνεθλίβη στην βυζοχωρισιά της Μαρίας.... (κόντρα πλακέ).

  2. Έχω ένα ρολόϊ, που γράφει ότι λειτουργεί και σε συνθήκες έλλειψης βαρύτητας. Λες να πάω να το χώσω σε καμιά βυζοχωρισιά;

Salma Mater (από Khan, 03/03/11)Πρακτικές εφαρμογές (από Vrastaman, 04/03/11)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία