Έκφραση που καταδεικνύει την αρκετά όμορφη γυναίκα, η οποία στη δεδομένη χρονική περίοδο είναι χωρίς συνοδό, αλλά δεν θέλει κανέναν.

Διαθέτει πολύ τουπέ και ύφος (ύφος χιλίων καρδιναλίων και βάλε).

Γενικά είναι απρόσιτη και υπεράνω (εξ ου και το -ντίβα).

Γύρω της οι άντρες την θαυμάζουν, αυτή όμως τους κοιτά σαν κουνούπια.

Άσε ρε φίλε, δνε παλεύεται με τίποτα σου λέω... είναι σολοντίβα.

από τα solo + diva

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία