1. Τα δάκρυα. Εκφράσεις: αρχίζω τα ζουμιά, με πιάνουν τα ζουμιά, με παίρνουν τα ζουμιά.

  2. Τα χύσια, κυρίως τα γυναικεία (μουνόχυμα, μουνόγαλα, μουνόγαλο), αλλά και τα αντρικά (αγιασμός, γιαούρτια, κατάθεση, λάβα, μαλακία, ματσαφλόκια, μυτζήθρα, παπαροζούμι, παχιά, πέο τζους, πηχτή, σκάγια, σως, το άσπρο που κολλάει, του πουλιού το γάλα, τσουτσού σορόπ, τσουτσουνόζουμο, τυρί, φλόκια, χοντράδια, χυσαμόλι, χύσια, ψωλόχυμα).

Πάντα στον πληθυντικό.

βλ. και με παίρνουν τα σορόπια ορισμός 2.

1.α. Δεν ξαναπάω μαζί σου σινεμά, σε κάθε ταινία σε πιάνουν τα ζουμιά, ρεζίλι με κάνεις!

1.β. Πάνω που πάω να της κάνω μια σοβαρή κουβέντα για τη σχέση μας, την πιάνουν τα ζουμιά και δεν βρίσκω το θάρρος να της πω ότι χωρίζουμε.

  1. Μωρό μου, όχι πάλι στο κρεββάτι, δε γουστάρω πάλι να γεμίσουν τα σεντόνια με ζουμιά, δεν το κάνουμε καλύτερα στο μπάνιο;

Στο 2.47 τον παίρνουν τα ζουμιά (από poniroskylo, 25/05/11)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία