Κυριολεκτικώς σημαίνει σοδομίζω και μεταφορικώς καταπονώ, εξουθενώνω. Στην δεύτερη αυτή μεταφορική σημασία είναι πάντως λιγότερο συχνό από το ξεπατώνω, όπως παρατηρεί η Ιρονίκ εδώ. Επίσης, στο ξεκωλοπατόμουνο έχουμε την ενδιαφέρουσα έκφραση «μια πουτάνα που ξεκώλιασε το μουνί της».

Βλ. και ξεκωλιάζομαι, άλλοι λιάζονται και άλλοι ξεκωλιάζονται, είπανε του τρελού να χέσει κι αυτός απ' τη χαρά του ξεκωλιάστηκε!.

  1. Ο Ναυτικός με ξεκώλιασε. (gayworld.gr).

  2. Ο νέος ρουμάνος είναι εντελώς τελείως ταλιμπάν και μας έχει ξεκωλιάσει στην δουλειά!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε