«Κάνω βαρελάκια» σημαίνει κάνω απανωτές πλαϊνές τούμπες λες και είμαι βαρέλι και τσουλάω στον κατήφορο.
Αγαπημένο αυτομασάζ παιδιών και ενηλίκων.
Παλιό στέκι του κέντρου της Αθήνας για βαρελάκια: το πάρκο Ελευθερίας -προτού το γαμήξει ο Λαμπρακάκης.
Χτες πηγα στο παρκο του βενιζελου και εκανα βαρελακια,τα χερια μου εχουν γεμισει μικρες μικρες κοκκινες μαλακιες και με τρωνε συνεχεια
Τα βαρελακια ολες οι γατες - περα του οιστρου- τα κανουν απο χαρα. Η δικια μου ειναι στειρωμενη και κανει βαρελακια μολις μπουμε σπιτι.
από το νέτι