«Κάνω βαρελάκια» σημαίνει κάνω απανωτές πλαϊνές τούμπες λες και είμαι βαρέλι και τσουλάω στον κατήφορο.

Αγαπημένο αυτομασάζ παιδιών και ενηλίκων.

Παλιό στέκι του κέντρου της Αθήνας για βαρελάκια: το πάρκο Ελευθερίας -προτού το γαμήξει ο Λαμπρακάκης.

  1. Χτες πηγα στο παρκο του βενιζελου και εκανα βαρελακια,τα χερια μου εχουν γεμισει μικρες μικρες κοκκινες μαλακιες και με τρωνε συνεχεια

  2. Τα βαρελακια ολες οι γατες - περα του οιστρου- τα κανουν απο χαρα. Η δικια μου ειναι στειρωμενη και κανει βαρελακια μολις μπουμε σπιτι.

από το νέτι

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία