Ο άνεμος στα καλιαρντά. Για την ακρίβεια σημαίνει η πορδή του Θεού, (θυμίζοντας σχετικές μετεωρολογικές εκφράσεις για τον Δία), καθώς προέρχεται από το γκόντης που σημαίνει Θεός, πιθανότατα εκ του αγγλικού God, και από το ρέλο που σημαίνει πορδή (όπως παρατηρεί το Πονηρόσκυλο εδώ ril είναι η πορδή στη διάλεκτο Σεπετζί του Βόλου, ενώ ο Ηλίας Πετρόπουλος στην έκδοση των Καλιαρντών του 1980 παρατηρεί την ομοιότητα της καλιαρντής λέξης με το αθιγγανικό ril / rila, και το ρουμανικό αργκοτικό ril, που σημαίνουν επίσης την πορδή).

Η λέξη χρησιμοποιείται και στο απρόσωπο αβέλει γκοντορελιά που σημαίνει «έχει πολύ αέρα». Χαρακτηριστικό παράδειγμα τα αυγουστιάτικα μελτέμια στο Τζιναβονήσι της Μυκόνου.

Πάσα: Αἶας.

Διακοπές στο Τζιναβονήσι.

Είναι ξελογιάρα, και γω αβέλω µπάκολο για τον τζιναβότοπο, τζάκα πηγαίνουν αδερφές για να δικέλουν σερµελιές, και όπως πάντα αβέλει γκοντορελιά. Πρώτα δικέλω για τσαρδί to let κι ύστερα ν’ αβέλω λούνι, τέλος πουλοβιδώθηκα τζάκα λούτσια σ’ ένα χαλότσαρδο για να προχαλέψω κατιτίς. (Αποκατέ).

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία