Ο μικροαστός, αυτός που ανήκει στα κατώτατα αστικά στρώματα. Μοναδική επιθυμία του μικροαστού είναι να γίνει αστός.

Χαρακτηρίζεται από την τάση να χρησιμοποιεί υποκοριστικά για το κάθε τι που αναφέρει, πράγμα το οποίο αποδεικνύει πόσο μικρονοϊκός είναι.

Ο μικροαστούλης κατοικεί σε διαμερισματάκι, τρώει το φαγάκι (συνήθως το αποκαλεί ψωμάκι), και περιμένει να έρθει η ώρα να πάρει το μισθουλάκο του κάθε μήνα.

Το διαμέρισμα του μικροαστούλη είναι συνήθως μετρίου μεγέθους, σε πολυκατοικία που μυρίζει άσχημα λόγω προβλήματος στην αποχέτευση. Κάθε τρεις του μήνα, οπότε και πληρώνει το ενοίκιό του, πιάνει κουβέντα με την σπιτονοικοκυρά (ποτέ δεν είναι σπιτονοικοκύρης, αλλά ακόμα κι αν είναι, τότε αυτός ελέγχεται από τη γυναίκα του). Βασικό χαρακτηριστικό της συζήτησής τους είναι η κοινή παραδοχή για την ηθική κατάπτωση του κόσμου, την έξαρση της εγκληματικότητας (και την κυρία Άννα παρακάτω που της άνοιξαν το σπίτι κάτι Ρουμάνοι για τρίτη φορά, την έδεσαν και της πήραν τα χρυσαφικά).

Ο μικροαστούλης ψωνίζει σχολικά για το παιδί του (το οποίο είναι συνήθως μέτριας σχολικής απόδοσης, αφού ζει σε μικροαστικό περιβάλλον, φτωχό σε γλωσσικά και άλλου είδους ερεθίσματα)από τα Jumbo και παρουσιάζει μια ιδιαίτερη προτίμηση στα τετράδια με μαλακό μπλε εξώφυλλο (ήταν της μοδός στη δεκαετία του '90) και στα χοντρά στυλό με δέκα διαφορετικά ενσωματωμένα χρώματα.

Ο μικροαστούλης υπομένει στωικά τα πάντα. Δε διαμαρτύρεται, παρά μόνο με τη μορφή μιας ήπιας γκρίνιας, και δεν οργίζεται για κανένα λόγο. Έχει μια μίζερη ηρεμία, που καταντά προκλητική.

Το καλοκαίρι παραθερίζει στο βλαχοπαππουδόσπιτο (στο οποίο φτάνει με το αυτοκινητάκι του) και υποχρεώνει τα παιδιά του σε τρίμηνη διαμονή. Τα τελευταία, από την υπερβολική βαρεμάρα μετατρέπονται σε σπόρια (η λανθάνουσα κατάσταση στην οποία εισέρχονται οι μικροοργανισμοί, όταν οι περιβαλλοντικές συνθήκες δεν επιτρέπουν την επιβίωσή τους τη δεδομένη στιγμή).

Ο μικροαστούλης δεν ενδιαφέρεται για σοβαρή ανάλυση της επικαιρότητας, πόσω μάλλον για κοινωνική κριτική. Αντιθέτως, η επιφανειακή κριτική που εστιάζεται σε ένα συγκεκριμένο άτομα (ή, συνηθέστερα, σε μία συγκεκριμένη κοινωνική ομάδα) για τα κακά της κοινωνίας είναι μία από τις αγαπημένες του ασχολίες.

Πρόσφατα, παρατηρείται η ισχυρή τάση του μικροαστούλη να καταφέρεται εναντίον των πολιτικών, τους οποίους αποκαλεί «αλήτες και προδότες», χωρίς, βέβαια, να αποτελεί αυτή η εκτίμηση προϊόν προσωπικής του ανάλυσης, αλλά μάλλον αναπαραγωγή των στάσεων που επικρατούν και χωρίς βέβαια να επιρρίπτει ευθύνες στον εαυτό του για την παλιά του στήριξη σε πελατειακά δίκτυα.

Το τελευταίο το αντιλαμβάνεται ως βασικό μέσον κοινωνικής ανόδου, αφού το χρησιμοποιεί εδώ και δεκαετίες για να διορίζει το παιδάκι του σε μία θεσούλα στο δημόσιο για να παίρνει το μισθουλάκο του.

Οι κηδείες και μάλιστα ο υπερτονισμός των (συνήθως φρικιαστικών) αιτίων που οδήγησαν σε θάνατο τους εκλιπόντες, κατέχουν εξέχουσα θέση στα ενδιαφέροντα του μικροαστούλη. Ίσως αυτή η τάση θα μπορούσε να δικαιολογηθεί από τον προσωπικό του τρόμο μπροστά στο θάνατο.

Χαρακτηριστική, επίσης, είναι και η τάση του μικροαστούλη προς την Εκκλησία και τις δραστηριότητες αυτής, χωρίς αυτό να προϋποθέτει πίστη ή οποιουδήποτε άλλου είδους πνευματική δραστηριότητα, αλλά μάλλον χρησιμοποιείται ως μέσον αποτρεπτικό προς τη γειτονιά και το κουτσομπολιό της (ο κίνδυνος να χαρακτηριστείς άθεος -και κατ' επέκταση κομμουνιστής- ή, ακόμα χειρότερα, σατανιστής σε ορισμένες κοινωνίες είναι έντονος).

Τέλος (με την αρχαιοελληνική σημασία του σκοπού) της ζωής, θεωρεί ο μικροαστούλης το να βρει κανείς ένα καλό παιδάκι να παντρευτεί, να έχει το σπιτάκι του, το αυτοκινητάκι του κ.τ.ό.

Τύπο του μικροαστούλη αποτελεί η θείτσα και σε ακραίες περιπτώσεις μετατρέπεται σε λούμπεν.

Η θείτσα, η γυναικούλα, ο καραφλός με την κοιλίτσα και τα γυαλάκια.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία