Ετυμολογία: ‹ γάνα (=επίχρισμα) + κατάλ. -ιάζω.
Επίσης για τη γάνα: η σκουριά που σχηματίζεται στα χάλκινα σκεύη που δεν τα έχουμε γανώσει, η καπνιά που κάθεται στα μαγειρικά σκεύη από τη φωτιά. Γάνωμα = κασσιτέρωμα, γυάλισμα.

Μεταφορικά: φωνάζω δυνατά λόγω αγανάκτησης, λόγω θυμού. Αλλιώς, δείχνει ταλαιπωρία, υπερβολική κουρασεμπορική Α.Ε., μανούρα που έχει προκληθεί χωρίς να εμπλέκεται ο θιγόμενος.

Πιο γενικά, δηλώνει μια κατάσταση σύγχυσης και δυσαρέσκειας που προκαλεί γκρίνια και μεταφέρεται μέσα από αυτό το πολυχρηστικό ρήμα. Ίσως να προέρχεται από την πολλαπλή χρήση της λέξης γάνα που συνήθως δίδει μια αρνητικότητα στα πράματα.

Ακόμα μερικοί ορισμοί με παραδείγματα (από εδώ):
1. η γλώσσα μου είναι καλυμμένη από λευκή επίστρωση εξαιτίας της δυσπεψίας ή άλλης αρρώστιας και γι' αυτό αποχτά άσχημη γεύση 2. για σκεύη, καλύπτομαι από σκουριά: «γάνιασε ο τέντζερης» 3. (συνεκδ.) διψώ πολύ: «γάνιασα μέχρι να βρω νερό» 4. (μτφ.) ταλαιπωρούμαι τρομερά: «γάνιασα να τρέχω για να σε προλάβω» 5. (μτφ.) μαυρίζω: «το παιδί γάνιασε απ το κλάμα» 6. για ασπρόρουχα, λερώνω: «τα γανιασμένα ρούχα δύσκολα καθαρίζουν στην πλύση». Συνώνυμο: γαριάζω.

  1. Μη γανιάζεις βρε Πασχάλη μου, αφού θα πάμε που θα πάμε στα συμπεθέρια...

  2. Αφού το κατάλαβες από την πρώτη στιγμή, τι μ' έχεις και γανιάζω;

  3. Αστοδιάτανο το παλιόπαιδο, μας γάνιασε όλους που την κοπάνησε μες στη νύχτα...

  4. Γάνιασα να καταλάβω τη διαφορά μεταξύ μουνιού και επανάστασης και κατέληξα στο πρώτο...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία