Ως γαμπάγαλο χαρακτηρίζεται ο μυς ο οποίος εκφύεται από τα οστά της κνήμης και της περόνης και καταφύεται στην ποδοκνημική άρθρωση.

Ετυμολογικά η λέξη προέρχεται από την ένωση των ουσιαστικών γάμπα και αστράγαλος.

Χρησιμοποιείται για να προσδιορίσει την περίπτωση που η γάμπα ενός ατόμου δεν ξεχωρίζει από τον αστράγαλο. Εξού και γαμπάγαλο.

Θεωρείται ιδιαίτερα αντισεξουαλικό γνώρισμα (ειδικά στις γυναίκες). Το γαμπάγαλο εμφανίζεται συχνά στα παχύσαρκα άτομα, χωρίς ωστόσο αυτό να αποτελεί κανόνα. Εμπειρικές μελέτες έχουν συνδέσει την ύπαρξη του γαμπάγαλου σε άτομα που δεν γυμνάζονται ή/και κάνουν καθιστική ζωή και ταυτόχρονα ανθυγιεινή διατροφή.

  1. Δικέ μου τώρα κατάλαβα γιατί η Διώνη δεν φοράει ποτέ σαγιονάρα αλλά πάντα παπούτσια. Έχει γαμπάγαλο.

  2. - Ωραίο το γκομενάκι, τι λες και συ;
    - Δεν έχεις άδικο μινάρα μου, αλλά με χαλάνε τα πόδια της. Έχει γαμπάγαλο.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία