Το κατεργασμένο («πρεσαριστό») μαυράκι. Αβέβαιης ετυμολογίας.
Βλ. επίσης: σοκολάτα, τσόκο, μαρόκο, πλαστελίνη.
Το κατεργασμένο («πρεσαριστό») μαυράκι. Αβέβαιης ετυμολογίας.
Βλ. επίσης: σοκολάτα, τσόκο, μαρόκο, πλαστελίνη.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!