Το κατεργασμένο («πρεσαριστό») μαυράκι. Αβέβαιης ετυμολογίας.

Βλ. επίσης: σοκολάτα, τσόκο, μαρόκο, πλαστελίνη.

1.
Είχαν στην τσέπη καπιτσέδες. Διάταγμα κράτησης 8 ημερών εξέδωσε σήμερα το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού εναντίον δυο αλλοδαπών, ενός 44χρονου και μιας 25χρονης, οι οποίοι συνελήφθηκαν για υπόθεση καλλιέργειας φυτών κάνναβης.

2.
Πρεσσαριστό: Ο καπιτσές, λεπτό τεμάχιο κατεργασμένου χασίς

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία