Το κατεργασμένο («πρεσαριστό») μαυράκι. Αβέβαιης ετυμολογίας.

Βλ. επίσης: σοκολάτα, τσόκο, μαρόκο, πλαστελίνη.

1.
Είχαν στην τσέπη καπιτσέδες. Διάταγμα κράτησης 8 ημερών εξέδωσε σήμερα το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού εναντίον δυο αλλοδαπών, ενός 44χρονου και μιας 25χρονης, οι οποίοι συνελήφθηκαν για υπόθεση καλλιέργειας φυτών κάνναβης.

2.
Πρεσσαριστό: Ο καπιτσές, λεπτό τεμάχιο κατεργασμένου χασίς

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
σφυρίζων

Άντε το έκανα κι εγώ, γούστο έχει.

#2
vikar

Μπράβο. Μόνο που μία ετικέτα πρέπει νά 'χει όνομα, και να περιλαμβάνει καί το λήμμα στο οποία κοτσάρεται (εδώ, καί τον καπιτσέ.

#3
vikar

Για παράδειγμα, ιδού σχετική «ετικέτα» που έχω στο πρόχειρο (δέν την έχω ενσωματώσει στα σχετικά λήμματα εδωπέρα ακόμα, γιατί ειναι μεγαλούτσικη και με το χέρι θα μου πάρει κάτι χρόνια, άσε που είναι και ημιτελής), και έχω ονομάσει «χασικλίδικα». Σ' αυτήν, μόλις ενσωμάτωσα και τον καπιτσέ, ή το άλλο το σημερινό το δικό μου.

[mod]Χασικλίδικα: αλβανός, ανέμπαφος, αφορολόγητο, γάρο, γελαστό τσιγάρο, ζέλα, καβάτζα, καλαματιανό, καλαμώνω, καπιτσές, καπνίζω λιβάδια, καρκινιάρικη, καυτή, κέρατο, κλάσιμο, κλασμένος, κολλάω, κροκόδειλος, λεμόνι, λιώμας, μαρουγάνα, μάσες, ξάπλες, φούμες, μονόφυλλο, μπαφάνα, μπαφιάζω, μπάφκετ, μπαφοκατάσταση, μπάφος, μπαφόσπιτο, μπόγκαρτ, μπουρί, μπριζολάτη, μπριζολίλα, να γυρίζει, ντουμανάκιας, ντούρου, ξεχαρμανιάζω, πίνω, ποδοσφέος, ποκαφούντας, ποτηράτο, πρασόπιτα, πρεζόφουντα, πρεζόχαρτο, ρο, ρούκουνας, σεντόνι, σκάνγκ / σκάνκ, στο βιλλαμπάφο ακόμα στρίβουν, στρίφτης σκάστης, στροφιλίκι, ταυάκι, τεκές, τεκετζής, τζιβάνα, τζιβάνιασε, τιρουρίρου, τσαμπουκαλεμένο, τσαμπουκάς, τσελέμι, τσιγαριλίκι, τσίκα, τσιό, φουμάρω, φούντα, φουνταμενταλισμός, χαρμάνης, χασίστες και φουντικοί, χάχα, χέσιμο, ψεστρί το ποτατί, ψεύτικο, ψίλος[/mod]

#4
deinosavros

«Διάταγμα κράτησης οκτώ ημερών»;;;;;;;
Ε, μα τότε προέρχεται από το τουρκ. kelepçe = χοιροπαίδες :-Ρ

#5
σφυρίζων

Το -οι- όλα τα ευρά :Ρ