Θηλυκό: η απτάλω (ή η αμπντάλω)
Ο ατσούμπαλος, ο εξαιρετικά απρόσεχτος. Διακρίνεται για την ικανότητά του να σκοντάφτει χωρίς λόγο, να ρίχνει πραγματα και να πατάει ξένα πόδια.
Εννοιολογικά συγγενής λέξη με το αντάβαλος.
Επίσης: απτάλς, αμπντάλης.