Θηλυκό: η απτάλω (ή η αμπντάλω)

Ο ατσούμπαλος, ο εξαιρετικά απρόσεχτος. Διακρίνεται για την ικανότητά του να σκοντάφτει χωρίς λόγο, να ρίχνει πραγματα και να πατάει ξένα πόδια.

Εννοιολογικά συγγενής λέξη με το αντάβαλος.

Επίσης: απτάλς, αμπντάλης.

Αουτς!!! Με ξέρανες ρε μαλάκα... Τι απτάλης είναι αυτός θεέ μου...

Abdal... (από BuBis, 20/05/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία