Έκφραση πλήρους αδιαφορίας για άτομο ή κατάσταση. Εμφανίζεται στο λόγο μαζί με το ρήμα γράφωη ή και αυτόνομα με το ρήμα να υπονοείται. Σχηματίστηκε κατ' επίταση φράσεων όπως στην πούτσα μου/στον πούτσο μου (σε γράφω) κτλ. Η λέξη καραπουτσακλάρα που χαρακτηρίζει την εν λόγω φράση είναι σύνθετη. Τα συστατικά της είναι τα εξής: Α) το τουρκικό -Kara=μαύρος, το οποίο οποίο χρησιμοποιείται ως πρόθυμα είτε σε λέξεις με αρνητικό-υβριστικό χαρακτήρα (πχ καραπουτανάρα), είτε ως απλό δηλωτικό του χρώματος (πχ καραγκιόζης=μαυρομάτης). Ακόμη, αποτελεί σύνηθες πρόθυμα επωνύμων (πχ. Καραναστάσης). Β) τη λέξη πούτσα=λαικά το ανδρικό γεννητικό όργανο(αβέβαιης ετυμολογίας, πιθανώς από το σλαβικό butsa). Γ) τη λέξη κλάρα=το μεγάλο κλαδί, η οποία χρησιμοποιείται συνεκδοχικά και κατ' επίταση (του μεγέθους) για το ανδρικό γεννητικό όργανο λόγω της εξωτερικής ομοιότητας των χαρακτηριστικών (μάκρος, διάμετρος).

-Χέστηκα για το τι έχεις να μου πεις μωρή καργιόλα. Η παραμύθα τέλος. Όσο για το τι θα κάνεις από 'δω και πέρα, όυτε που με νοιάζει. Στην καραπουτσακλάρα μου!
-Λέγε εσύ, λέγε.. στην καραπουτσακλάρα μου σε γράφω..

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία