Το κολλαγόνο έχει ευεργετική επίδραση ακόμη και στη slang!
Κολλαγονάκιας είναι
α) αυτός που κολλογουστάρει κολλαγόνο. Με την έννοια ότι κάποιοι το θέλουν πολύ, πάρα πολύ. Και είναι έτοιμοι να κάνουν τα πάντα για να το αποκτήσουν! β) ο σεσημασμένος κλέφτης κολλαγόνου, ο οποίος πάει στα φαρμακεία με αποκλειστικό στόχο να τσουρνέψει το κολλαγόνο το επιούσιο.
γ) ο παράνομος πωλητής κολλαγόνου που και σου γίνεται κολλιτσίδα στο δρόμο, σε επαγγελματικούς χώρους, ακόμα και σε μπαρ, να το αγοράσεις.

Αυτές οι δύο τελευταίες κατηγορίες, αλλά μήπως και η πρώτη, μπορεί να συμπίπτουν στο ίδιο άτομο.

- Κολλόρακο, κολλαγόνο με ρακί έχεις πιει;
- Έ, είσαι μεγάλος κολλαγονάκιας.

- Εγώ τον είδα ότι είναι κολλαγονάκιας, μπαίνει στο φαρμακείο με τις σακούλες και μου ζητάει ντεπόν από την είσοδο. Έλα στον πάγκο άνθρωπε μου, να σ' εξυπηρετήσουμε!
- Αίσχος, Μάιρη μου. Θες κολλαγόνο, κύριε; Δούλεψε να το πάρεις!

- Πήρα 4 με 25 ευρώ το μπουκάλι, μου τα πούλησε ένας κολλαγονάκιας... - Από αυτούς του ιατρικούς επισκέπτες;
- Όχι, γύφτος.

Κολλαγονάκιας: Ο τουκανιστής που στη φωτό αυτή λιγουρεύεται το κολλαγόνο. (από Khan, 21/03/15)Πριν και μετά το κολλαγόνο (από σφυρίζων, 21/03/15)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία