Εμπόδιο (υπαρκτό ή ψυχολογικό) με κάτι, κώλυμμα.
- Δεν καταλαβαίνω το σκάλωμα που έχεις με τον Νίκο και δεν θες να τον βλέπεις.
Εμπόδιο (υπαρκτό ή ψυχολογικό) με κάτι, κώλυμμα.
- Δεν καταλαβαίνω το σκάλωμα που έχεις με τον Νίκο και δεν θες να τον βλέπεις.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!