Το ζεστό πολτώδες ή κολλώδες φαγητό (π.χ. πουρές, ψωμί) που, άμα το φας αμέσως και βιαστικά, κάθεται βαρύ στο στομάχι.
- Μόλις το ξεφούρνισα το εξαφάνισα και μού 'κατσε σαν μπλάστρι.
Το ζεστό πολτώδες ή κολλώδες φαγητό (π.χ. πουρές, ψωμί) που, άμα το φας αμέσως και βιαστικά, κάθεται βαρύ στο στομάχι.
- Μόλις το ξεφούρνισα το εξαφάνισα και μού 'κατσε σαν μπλάστρι.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Το έμπλαστρο.
- Πιάστηκα άσχημα με τα βάρη που σήκωσα και σήμερα έβαλα ένα μπλάστρι να μου περάσει ο πόνος.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!