Και ντζερεμές [τουρκ.]

Ο νωθρός, φυγόπονος άνθρωπος, ο τεμπέλης.

Το αδικαιολόγητο πρόστιμο, η άδικη ζημιά.

Το δύστροπο, ανυπάκουο άλογο ή μουλάρι.

Πού τον χάνεις, πού τον βρίσκεις, όλη μέρα μπροστά στην τηλεόραση κοπροσκυλιάζει, ο παλιοτζερεμές!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία