Κάποιος τον οποίο θαυμάζει ο ομιλητής, χωρίς όμως να εγκρίνει / κατανοεί ιδιαίτερα τις τακτικές και τη συμπεριφορά του ή χωρίς να μπορεί να τα μιμηθεί. Επίσης ο άνετος, ο χαλαρός, ο μάγκας. Συνώνυμο του αφασία.

Στον προφορικό λόγο συνήθως προηγείται του χαρακτηρισμού μια μικρή παύση.

  1. - Ο Αντρέας στη δουλειά όποτε θέλει έρχεται όποτε θέλει φεύγει.
    - Καλά, ο Αντρέας είναι (...) γενναίος!

  2. - Κοίτα πώς χώθηκε στην γκόμενα ο γενναίος!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία