Υποτιμητικός χαρακτηρισμός για άτομα με πατέρα αγνώστου ταυτότητος και λοιπών στοιχείων. Συνώνυμο της λέξης μπάσταρδος. Η λέξη προέρχεται από το μουλάρι, το οποίο ως γνωστόν αποτελεί διασταύρωση όνου και ίππου, και δεν μπορεί να αναπαραχθεί. Συχνάκις συναντάται και ως μούλος.

Ήρθε χθες η αδελφή μου με το μούλικο τον γιο της, για να μου πούνε ότι η μάνα μου θα γράψει το σπίτι σ' αυτούς, αφού τους ανήκει δικαιωματικά. Ο μούλος μου είπε επίσης ότι αυτοί φροντίζουν τη γιαγιά περισσότερο από εμένα, γιατί την αγαπάνε. Άκου τι άνθρωποι υπάρχουν...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία