Και κωλοπιαστήριο
Το πετσώνω στην ναυπηγική- την πρακτική όχι του ΕΜΠ - σημαίνει επενδύω το σκελετό βάρκας μέ ξύλα, βαποριού με λαμαρίνες και η επένδυση αυτή αποτελεί το πέτσωμα.
Μήπως ο κωλοπετσωμένος έχει καποιας μορφής προστατευτική επένδυση στον κώλο του; Είτε ως σκλήρυνση - σαν τους κάλους στα χέρια- που τον καθιστούν αναίσθητο και οχι «τρυφερό πόδι» είτε ως αλεξίπουτσο - κάτι σαν το περιβόητο «τσίγκινο βρακάκι».
Εννοιολογικά συμφωνώ, στο έτυμο αναφέρομαι
Αντιγραφή από το «γαμώ τα βάρδουλα»
Βάρδουλα (η) είναι και η μεγάλη βάνα πχ παροχής νερού από αντλία άλλως και πομώνα. Έχει χέρι τύπου τιμονάκι και για τις πιό μεγάλες χρησιμοποιείται «γαντζόκλειδο» σχήματος F. Από κεί και το «άνοιξαν τα κωλοβάρδουλα» για δικαιολόγηση κωλοφαρδίας
Στα Χιώτικα κοντοβίλης
Υπάρχει στη Χίο και η έκφραση «κουτουρού κακά ψυχρά» για το τελείως τυχαία καμωμένο, χωρίς κανένα υπολογισμό
Παλιότερα και επι οικοδομικών (κυρίως) εργασιών λεγόταν με τη έννοια του götürü = κατ' αποκοπή (κατ' εκτίμηση με το μάτι). Πήρα τη δουλειά κουτουράδα 300 ευρώ.
Μ' αρέσει που το παράδειγμα για κουτουλού έχει το κουλουπού που λέγεται και συχνότερα
Και στη Χίο πάντως το κουτσομπολιό λέγεται κουσέλι και η κουτσομπόλα κουσελού ή κουσελιάρα, ο κουτσομπόλης κουσελιάρης, το ρήμα κουσελεύω
Στα Χιώτικα λέγεται κουρούπετο. Αγνοώ άν έχει σχέση με τον κουρούπα
κουρκουτιάζω - κουρκούτιασα,
αλλά και κουρκουτιαίνω - κουρκούτιανα
Είναι πολύ παλιότερο από τα '80ς. Εγω το θυμάμαι από την αρχή των '70ς που το παρέλαβα σαν έκφραση από πιό μεγάλους και (νομίζω) οτι υπάρχει και σε ελληνικές ταινίες των '60ς όπου ήθελαν να σατιρίσουν καβγά οπαδών.
Πάντως ένα πλήρες χέσιμο (μέ καφέ, τσιγάρο, βιβλίο ή περιοδικό κλπ) αρχίζει και τελειώνει με ένα κατούρημα.
Κι όμως μπορεί να συμβεί. Να αρχίσει να μισοβγαίνει από μόνη της κι εσύ να την ρουφάς να επιστρέψει γιατί δεν έφτασες ακόμα στο θρόνο. Μπορεί και να πετύχει.
Κι επειδή στα Αλβανικά πίδι είναι το μουνί, κουνουπίδι= κωνωπαιδοίον
Παροιμία «Ο λωλός κουδούνια θέλει; Μοναχός του κουδουνίζει»
Όταν το πρωτάκουσα σκέφτηκα «προσωνύμιο για ποντικό». Έπρεπε να ονομάσουν έτσι τον Ρατατούη στην Ελληνική βερσιόν
Φουρκέτα είναι κάθε στροφή τύπου U. (Hairpin bends αγγλιστί). Διαδοχικές φουρκέτες (βλέπε πάλαι ποτε Αχλαδόκαμπος ) = κορδέλλες και άμα είναι πολλές σερπαντίνα.
Αν είσαι επιβάτης, ή οδηγείς για διεκπεραίωση είναι βαρετές. Ζαλίζουν κιόλας. Άμα σ' αρέσει η οδήγηση κι όχι μόνο η διαδρομή είναι από ενδιαφέρουσες έως καύλα (Δες διαφημίσεις Ιταλικών κυρίως σπόρ αυτοκινήτων ή και μοτό)
Και στα βαπορίσια υπάρχει το κομφιρμάρω και το κομφιρμέισο με τις ίδιες ρίζες και έννοιες
Οπότε η κονσόλα είναι η, αποκλειστικά, χρήστις δακτύλων ή δονητού προς ικανοποίησιν; (Ξέχασα τα ζαρζαβάτια...)
Ακόμα ονειρεύονται τα «κορνεμπήφια» της αμερικάνικης βοήθειας (αηδέστατα για μας με τον υπερκορεσμό στα κρέατα)
Το παράδειγμα το ξέρω « Χύσε Κώστα , να κάνουμε κομπόστα» ή «να δέσει η κομπόστα»
Υπάρχει και (χιώτικη αλλά προς εξαφάνιση) προστακτική δέχου που σημαίνει πρόσεχε (να δέχεσαι) επί επικειμένου κινδύνου, ξαφνιάσματος -- έσο έτοιμος. πχ Πέρνα από κεί αλλά δέχου, τη στήνουν μπάτσοι. (πρίν πετάξει τη μπάλα) Δέχου!
Η δρακουλιά ξεκίνησε από τα '50ς (βλέπε Πρίσλει, Μπράντο, Ντίν κι άλλους προκάτ αντισυμβατικούς ήρωες της εποχής), πέρασε από τα '60ς και ροκαμπίλιασε, έφτασε στα τέλη '70ς με σηκωμένο γιακά των τζίν μπουφάν, πέρασε κι από τα '80ς με δερματίνη κι ήρθε τότε πού λέει ο ορισμός να ΒουΠουντιάσει. Ντεμέκ αντισυμβατικότητα αλλά πάντα «μόδα».
Συνώνυμο ο κωλοφόνος
Τα παιδιά του Καραγκίοζη (ποιόν πατέρα έιχανε;) ήσανε τρία. Το Κολλητήρι (ή Κολλητήρης) ο Μπιτσικόκος κι ο Γκόγκος.
Άλλο να κολλάει η βελόνα (από γραμμόφωνα και μετα στα πικάπ) - βιόλες, - βιόλες, - βιόλες κι άλλο τό πήδημα της βελόνας Μαραμένα τα - -βιόλες. Τα κάνουν και τα σιντί, αλλά το cd ειναι η σλάνγκ του βινύλιου.
Επίσης λαδοπόντικας -ες αποκαλούνται μειωτικά τα μέλη του πληρώματος της μηχανής (ανεξαρτήτως βαθμού) από το πλήρωμα τής κουβέρτας και πιό πολύ από τους αξιωματικούς της γέφυρας στο εμπορικό ναυτικό σαν υποπερίπτωση της κατηγορίας Α2 του ορισμού.